Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Αναφορά στον Φραγκίσκο. Μέρος 3ο. Οι γάτες της ζωής μου. Ιστορία. Οι γάτοι - κομήτες

ΙΣΤΟΡΙΑ.
Οι Γάτοι - κομήτες. Λάκης και Βαλεντίνος...


Επειδή, λοιπόν, ο Μαύρος είχε ψοφήσει και ο αλανιάρης Σουλεϊμάν έλειπε συνεχώς, δημιουργήθηκε η ανάγκη ενός οικόσιτου γάτου. Έτσι, προέκυψε ο Λάκης που ήρθε από τα Γιατρέϊκα από εκεί που είχαμε πάρει και την Αμαζόνα, λατρεμένη σκυλίτσα, το άτυπα 6ο μέλος της οικογένειας για την οποία θα μιλήσουυμε παρακάτω . Ότι αισθάνθηκε ο Σουλεϊμάν για την έλευση του Λάκη το κράτησε για τον εαυτό του. Σαν ιππότης γάτος που ήτανε, δεν τον πείραξε ποτέ, αν και δεν είχε πολλά πάρε-δώσε μαζί του.
Η Ολυμπία, η αδερφή μου, ήταν η πιο ένθερμη οπαδός του και μέσα σε ένα καλοκαίρι πρόλαβε και τον ανέθρεψε. Μετά έφυγε και… κόλλησα εγώ το μικρόβιο της γατοφιλίας. Ό Λάκης ήταν ο πρώτος γάτος της ζωής μου. Πιο μοσχαναθρεμμένος γάτος από αυτόν δεν πρέπει να υπήρξε. Το πρωί με το που άνοιγε η μάνα μου την πόρτα, για να πάει στις δουλειές της, έτρεχε και χωνότανε κάτω από τα σκεπάσματα σε όποιο κρεβάτι έβρισκε. Ήταν ένας σχετικά μεγάλος πετρωτός γάτος (σαν το γάτο στην επόμενη φωτογραφία..), τρομερά ήρεμος, τρομερά ήμερος. Επίσης, δεν ήτανε καθόλου ζημιάρης .Αντίθετα με τον Κολοκοτρώνη(τον αμέσως επόμενο του θρυλικού Αλεπουδέλη γάτο της θειας μου της Μαρίας, ένα τελείως ψυχοπαθές γατί που το καθάρισε με ένα σκεπάρνι η θεια μου, επειδή δάγκωσε τον ξάδερφο μου τον Λία την ώρα που του έβγαζε τα τσιμπούρια)που είχε φτάσει στο σημείο να βουτήξει ψάρια μέσα από το τηγάνι, ο Λάκης δεν έτρωγε τίποτα άμα δεν του το έδινες, ας ήταν και μπροστά στη μούρη του.
"Ουπς! Κουνέλια είναι αυτά?"
Καμιά φορά, άμα πηγαίναμε για ελιές, τον βάζαμε μέσα σε μια σακούλα και τον παίρναμε μαζί μας . Από μια τέτοια φορά έχω ένα σημάδι στο λαιμό μου. Ερχόμουνα από τον Πέρα Κάμπο και, όταν είχα φτάσει στον Αϊ Πολύκαρπο, συνάντησα μια γριά. Όταν με είδε με το Λάκη στην αγκαλιά, με πλησιάζει και κραδαίνοντας το μπαστούνι της με ρωτάει «που πας με το βρωμόγατο». Ο Λάκης φρίκαρε και στην προσπάθεια του να φύγει αρπάχτηκε από το λαιμό μου και μου πέταξε ένα κομμάτι κρέας. Ήταν η πρώτη φορά που έστειλα γρια να γαμηθεί. Αν το έκανε, δεν είμαι σε θέση να το γνωρίζω.
Μια αποφράδα νύχτα του Οκτώβρη του ’83 έρχεται ο Σωτήρης, ένας γείτονας και μας λέει: «Ο γάτος σας μας τρώει τα κουνέλια». «Σώπα ρε !» εμείς.«Ναι», λέει, «τον είδαμε» και βγάζει από μια σακούλα έξι κουνελοκέφαλα. «Τον κερατά τον Σουλεϊμάν». «Όχι αυτός . Ο άλλος, ο ήμερος». Κόκκαλο εμείς! «Ο… Λάκης;». Ο Λάκης. Πέρασε τον επόμενο μήνα σε απομόνωση στο σπίτι του Πέτρου, ένα γειτονικό άδειο σπίτι, μήπως και ξεχάσει το αποτρόπαιο χόμπι του, διότι δεν τα έτρωγε, απλά τα κυνηγούσε και τα έπνιγε. Με το που τον αφήσανε πήγε γραμμή στα κουνέλια του Σωτήρη και έκοψε όσα βρήκε. Είχε εθιστεί; Είχε φρικάρει από τον εγκλεισμό; Ποιος ξέρει. Οι λύσεις ήταν δύο. Θάνατος ή εξορία. Επιλέχθηκε εξορία και τον άφησε ο πατέρας μου έξω από το Νομιτσή. Μέχρι πριν πέντε χρόνια, κάθε φορά που περνούσε από κει κοίταζε μήπως τον δει πουθενά (τώρα πια δεν πάει, όχι ότι δεν θα κοίταζε). Ήταν η πρώτη φορά που έκλαψα για γάτο.
Αυτά γίνανε τον Νοέμβρη του 1983.

Με τον Λάκη εξόριστο, τον Σουλεϊμάν εξαφανισμένο και μένα εθισμένο πλέον στη γατοφιλία ήταν ένας δύσκολος χειμώνας. Στο μεταξύ, η Ολυμπία ήταν φοιτήτρια στη Αθήνα, έμενε στην Εστία και είχε μαζέψει μια γάτα που κάτι ηλίθιοι είχαν σταυρώσει. Αυτό έγινε στις 14 του Φλεβάρη του 1984. Έτσι η γάτα ονομάστηκε Βαλεντίνα. Το ωραίο είναι ότι τούτη την ώρα που πληκτρολογώ στον υπολογιστή αυτά που έχω γράψει είναι 14 Φεβρουαρίου, όπως και τότε . Η αδερφή μου, λοιπόν, το πήρε στο δωμάτιο της στην Εστία και μένανε μαζί. Ένα μήνα μετά αποφάσισε να την ζευγαρώσει. Πλην όμως, όταν συνάντησε τον γάτο που ήταν ο επίδοξος ερωτικός παρτεναίρ δεν δημιουργήθηκε καμιά ερωτική ατμόσφαιρα, αντίθετα τα δυο γατιά φρίκαραν με το που είδαν το ένα το άλλο. Η Βαλεντίνα ήταν … Βαλεντίνος. Έφτασε το Πάσχα και η Ολυμπία θα ερχότανε στο χωριό. Ο γάτος; Αποφάσισε να τον φέρει μαζί της. Τον πότισε με βάλιουμ και τον έφερε κρυφά με το λεωφορείο μέσα σε ένα κουτί. Έτσι, το λοιπόν,, γνώρισα στα Λιασίνοβα, στο διπλανό χωρίο στο οποίο ακόμα κάνει στάση το λεωφορείο, τον Βαλεντίνο, τον πρώτο γάτο "μου". Ήταν Απρίλης του ’84. Είχα τόσο παθιαστεί μαζί του που τις πρώτες μέρες τον ακολουθούσα καταπόδας.
Ο Βαλεντίνος ήταν ψιλοψυχωσική περίπτωση γάτου. Λίγο οι βρεφικές του αναμνήσεις του σταυρώματος, λίγο μια ενδεχόμενη σεξουαλική ανικανότητα (αν και πεντέξι χρόνια μετά εμφανίστηκαν γατιά που του έμοιαζαν) λόγω πιθανής στείρωση, λίγο ο αρχικός του περιορισμός στο στενό φοιτητικό δωμάτιο της Ολυμπίας, λίγο η μαστούρα από το ταξίδι με τα υπνωτικά τον έκαναν -τουλάχιστον στην αρχή- ψυχολογικά ασταθή. Ενίοτε φρίκαρε και τους άλλους τους δάγκωνε. Εμένα δεν με είχε δαγκώσει ποτέ. Τον υπεραγαπούσα και το ένιωθε. Το Γενάρη του 1986 είχα πάει με τον Πάνο το πρώτο μου ταξίδι στην Αθήνα. Έλειπα καμιά βδομάδα, γύρισα ένα βράδυ και το πρωί ξύπνησα να πάω σχολείο. Ο Βαλεντίνος με ακολούθησε μέχρι το Λαγκαδάκι και προσπαθούσε κι αυτός να μπει μέσα στο ταξί που με μετέφερε, για να μην του ξαναφύγω. Τον αγαπούσα τόσο πολύ που του είχα υποσχεθεί ότι όταν θα πεθάνει θα τον βαλσάμωνα για να τον έχω κοντά μου έστω και έτσι. Δεν το εννοούσα βέβαια.
Δεν είναι ο γάτος της φωτογραφίας δίπλα, αλλά του μοιάζει...Στην όψη ήταν αυτοκρατορικός. Πολύ μεγαλόσωμος, με πλούσιο κόκκινο τρίχωμα , τροφαντός –τροφαντός(είχε φτάσει 6,5 κιλά βάρος ένα διάστημα) και γουργούριζε συνέχεια. Ένας γάτος για χαΐδεμα. Τα πρωινά, με το που άνοιγε η πόρτα έτρεχε με τη μια, χωνότανε μέσα στις κουβέρτες μου, ξάπλωνε ανάμεσα στο χέρι μου και στο σώμα μου, ακούμπαγε το κεφάλι του στον ώμο μου και κοιμότανε.
Αυτό που λένε ότι οι όμορφοι επαναπαύονται στην ομορφιά τους και γίνονται ηλίθιοι δεν ισχύει για τους γάτους ή ,αν ισχύει, δεν ίσχυε, τουλάχιστον, για τον Βαλεντίνο.
.
Εν αντιθέσει με τον γάτο στο παραπάνω βίντεο (το οποίο δεν θα μάθουμε ποτέ ποιο ήταν γιατί έσπασε το λινκ πριν προλάβω να σκεφτώ ότι τα λίνκ σπάνε και κρατήσω αντίγραφο)...Ξάπλωνε μπροστά από το ψυγείο, κράταγε κόντρα με το σώμα του και το άνοιγε με τα μπροστινά του πόδια. Είχε μάθει, ακόμα, να ανοίγει την πόρτα, είχαμε μια με πόμολο. Πήδαγε ψηλά, χτύπαγε το πόμολο και την άνοιγε. Το αποκορύφωμα ήταν η φάση με τον ποντικό. Είχε κάποτε παγιδεύσει η μάνα μου ένα ποντίκι στον καναπέ (ξύλινος αποθηκευτικός χώρος στην αποθήκη και όχι έπιπλο σαλονιού) που είχαμε την κούκλα (το αραποσίτι και ουχί καμιά ομορφούλα) και βάλαμε μέσα τον Βαλεντίνο να τον πιάσει. Ησυχία. Ανοίγουμε το καπάκι και πετιέται από τη μια ο ποντικός και από την άλλη ο Βαλεντίνος. Η Ολυμπία το πήρε προσωπικά και άρχισε να τον φωνάζει δειλό. Ο γάτος προφανώς δεν κατάλαβε τι του έλεγε, αντιλήφθηκε, όμως, ότι τον επέκρινε για το συμβάν. Το βράδυ έπιασε έναν ποντικό, μπήκε μέσα στο σπίτι από ένα τζάμι που είχα σπάσει, πήγε εκεί που κοιμόταν η αδερφή μου, τον άφησε στο μαξιλάρι της κι έφυγε. Από τότε του ξύπνησε το ένστικτο και συνέχιζε να κυνηγάει για την πλάκα του. Δεν καταδεχότανε να τα φάει. Τα σκότωνε και τα άφηνε μπροστά στην πόρτα- δεν τολμούσαμε πια να αφήσουμε ανοιχτό παράθυρο.
Ως γάτος με έντονη προσωπικότητα δεν είδε με καθόλου καλό μάτι τον ερχομό της Νηρηίδας, της επόμενης γάτας, στο σπίτι, τον Ιούνιο του 1986. Δεν ήθελε να τον πλησιάζει, δεν ήθελε να τη βλέπει, δεν μπορούσε να αντέξει να βλέπει να την χαϊδεύουνε. Άρχισε να λείπει από το σπίτι και να έρχεται ολοένα και πιο αραιά. Προς το τέλος το είχε δίπορτο. Εμάς και μια γριά στη Λυμπόχοβα, ένα διπλανό χωριουδάκι.
Τη δευτέρα του Πάσχα του 1988, μια μέρα μετά την κηδεία του φίλου μου του Σωτήρη είχα πάει με την Ολυμπία και το Διονύση στο Φτερέα, στα πατρογονικά χωράφια ψηλά στον Ταΰγετο. Γυρνώντας, τον βρήκαμε σε ένα φράχτη στη Λυμπόχοβα. Μας έκανε χαρούλες και μας ακολούθησε μέχρι το σπίτι. Από τότε δεν τον ξαναείδα. Ακούστηκε πως τον ντουφέκισε ένας γέρος από φόβο μήπως του φάει τα κουνέλια. Το σοκ ήταν μεγάλο. Δυο χαμένοι φίλοι σε ένα μήνα είναι παρά πολύ.
Ήταν η δεύτερη φορά που έκλαψα για γάτο.




Προηγούμενο                                                                                                                  Επόμενο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου