Κι εδώ μιλάμε για ένα μεγάλο και πυκνό δάσος. Κι έναν λύκο. Αλλά δεν ήταν σαν τους άλλους. Ούτε το δάσος· ούτε κι ο λύκος...
Μια φορά κι έναν καιρό, λοιπόν, ήταν ένα μεγάλο και πυκνό δάσος.
Εκεί ζούσε ένας καλός λύκος, o Θανάσης, που δεν ήταν σαν τους άλλους. Ενώ οι άλλοι λύκοι περπατούσαν στο δάσος κοιτάζοντας κάτω και προσπαθούσαν να βρουν κάτι να φάνε, ο Θανάσης κοιτούσε ψηλά στον ουρανό τα αστέρια και μονολογούσε : "Τι ωραία που είναι τα αστέρια! Αχ ποσό θα 'θελα να φάω αυτά τα αστέρια και να χώσω τη μουσούδα μου μέσα στην αστερόσκονη...". Και ήξερε πως ήταν πολύ δύσκολο να γίνει αυτό, για αυτό συχνά ήταν λιγάκι θλιμμένος.
Στην άκρη του δάσους ήταν ένα σπιτάκι όπου έμενε με τους γονείς του ένα παιδάκι, ο Θοδωρής. Ο μπαμπάς και η μαμά του Θοδωρή είχαν εκεί κι ένα μικρό ζαχαροπλαστείο. Του Θοδωρή του άρεσε το σπίτι και το μαγαζί τον δικών του. Αλλά δεν είχε πολλά παιδιά εκεί κοντά κι έτσι ο Θοδωρής έπαιζε μόνος του τριγυρνώντας στο δάσος. Μια μέρα όμως μπήκε πολύ βαθιά στο δάσος παίζοντας και χάθηκε...
Όταν το κατάλαβε άρχισε να κλαίει δυνατά κατατρομαγμένος...
Ο Θανάσης τον άκουσε που έκλαιγε, πήγε κοντά του και τον ρώτησε:
- "Γεια σου, μικρό αγόρι. Γιατί κλαις;"
- "Βοήθεια ένας κακός λύκος!" φώναξε τρομαγμένος ο Θοδωρής.
- "Είμαι καλός λύκος, παιδάκι. Με λένε Θανάση. Εσύ ποιος είσαι και γιατί κλαις;" Ο Θοδωρής τότε του είπε το όνομα του και του εξήγησε τι έπαθε.
- "Μην ανησυχείς, Θοδωρή," είπε ο Θανάσης, "εγώ θα σε βοηθήσω να βρεις το σπίτι σου".
Κι αρχίσανε μαζί να ψάχνουνε βήμα βήμα το δρόμο για το σπίτι του Θοδωρή. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφεραν τελικά να βρουν την άκρη του δάσους και το σπίτι του μικρού. Χαρούμενος ο Θοδωρής έτρεξε να βρει τους γονείς του που ήταν τρομοκρατημένοι από την απουσία του. Εκείνοι τότε έτρεξαν να τον αγκαλιάσουν. Μόνο που όταν είδαν το λύκο που ήταν μαζί του άρχισαν να φωνάζουν:
- "Ο Κακός Λύκος! Ο Κακός Λύκος!"
Κι έπιασαν ραβδιά για να τον κυνηγήσουν...
- "Όχι, μπαμπά, όχι, μαμά!" τους φώναξε τότε ο Θοδωρής. "Είναι καλός λύκος, τον λένε Θανάση και είναι φίλος μου".
Και τους εξήγησε τι είχε συμβεί.
Τότε ο μπαμπάς και η μαμά του Θοδωρή νοιώσαν ευγνωμοσύνη για τον Θανάση και τον ρώτησαν τι μπορούν να κάνουν για να τον ευχαριστήσουν.
"Σας ευχαριστώ, αλλά εμένα κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει" είπε θλιμμένα ο Θανάσης και τους εξήγησε για το όνειρο του να φάει τα αστέρια και χώσει την μουσούδα του μέσα στην αστερόσκονη
-"Μου φαίνεται έχω την λύση", είπε χαμογελώντας ο μπαμπάς του Θοδωρή!
Κι αφού έφτιαξε μερικά πολύ νόστιμα γλυκά σε σχήμα αστεριού, τα πασπάλισε με μπόλικη άχνη και τα πρόσφερε στον Θανάση που επιτέλους εκπλήρωσε το όνειρό του.
Κι έτσι ο Θανάσης έμεινε για πάντα μαζί τους, έκανε παρέα κι έπαιζε με τον Θοδωρή κι είχε όποτε ήθελε τα δικά του αστεράκια να φάει!
Όχι τέλος... *
Την παραπάνω ιστορία την έφτιαξα για την μεγάλη κόρη μου, την Εύα. Της άρεσε πολύ να την κοιμίζουμε λέγοντας της τον Λύκο με τα Εφτά Κατσικάκια και την Κοκκινοσκουφίτσα. Συνήθως, ωστόσο, η μικρή ήταν τόσο κουρασμένη που σπάνια φτάναμε στη Κοκκινοσκουφίτσα και πολλές φορές ο Λύκος δεν προλάβαινε καν να χτυπήσει την πόρτα στα κατσικάκια, γιατί είχε αποκοιμηθεί.
Στην Εύα, όπως σε όλα τα παιδάκια, αρέσει μια ιστορία να εξελίσσεται ακριβώς όπως τους την έχεις πει. Έτσι συχνά, για να καταλάβω αν όντως έχει αποκοιμηθεί, ώστε να μην με καταλάβει που φεύγω εάν απλά έχει κλείσει τα μάτια και γκρινιάζει μετά, έκανα σκόπιμα διάφορα λάθη. Εάν ήταν κοιμισμένη, δεν αντιδρούσε. Εάν δεν ήταν όμως, με διόρθωνε, οπότε εγώ συνέχιζα την ιστορία κανονικά. Ένα από αυτά τα λάθη, και μάλιστα εκείνο που την τσάντιζε περισσότερο αν ήταν ξύπνια, ήταν ότι ο λύκος αντί για τα κατσικάκια ήθελε να φάει τα αστεράκια. Έτσι, όταν καμιά φορά γυρίζαμε από κάπου με το αυτοκίνητο και δεν ήθελα να της πάρει ο ύπνος πριν φτάσουμε σπίτι, όταν την έβλεπα να γλαρώνει της έλεγα: "Ο λύκος ήθελε να φάει τα αστεράκια! Ε, Εύα μου; " Εκείνη αντιδρούσε, εγώ επέμενα και όταν φτάναμε στο σπίτι παραδεχόμουν πια ότι, εντάξει, τα κατσικάκια ήθελε να φάει και πηγαίναμε για ύπνο κανονικά. Ένα βράδυ όμως που γυρίζαμε, ήταν πολύ κουρασμένη για να αντιδράσει, οπότε για να της τραβήξω την προσοχή άρχισα να της λέω πως είναι άλλο παραμύθι αυτό με το λύκο που ήθελε να φάει τα αστεράκια. Ξεκίνησα να το λέω πριν τα φανάρια της Κρεμαστής και μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι το είχα τελειώσει. Στην αρχή το παιδάκι και ο λύκος δεν είχαν όνομα, αναγκάστηκα όμως κατόπιν απαίτησης του κοινού να τα βαφτίσω. Εννοείται ότι η προφορική εκδοχή του παραμυθιού είναι πιο γλαφυρή και είναι διαφορετική κάθε βράδυ στις λεπτομέρειές της. Επίσης, συχνά πυκνά η ιστορία μπολιάζεται, όταν απαιτείται να τραβήξει εις μάκρος, με περιστατικά από άλλα γνωστά παραμύθια. Έτσι κατά καιρούς ο Θανάσης και ο Θοδωρής καθώς ψάχνουν να βρουν το σπίτι του Θοδωρή έχουν διασταυρωθεί με έναν λύκο που πάει στον μύλο να αγοράσει ένα τσουβάλι αλεύρι, με ένα κοριτσάκι που φοράει ένα κόκκινο σκουφί και μαζεύει λουλούδια, με ένα γουρουνάκι που χτίζει ένα σπιτάκι, με ένα κοριτσάκι που φοράει γυάλινα γοβάκια κ.τ.λ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου