Σάββατο 5 Νοεμβρίου 2011

Τραυλίσματα, αφορισμοί και αποστροφές.

Όταν σε βλέπω, μου είσαι αδιάφορη.
Όταν δεν είσαι εδώ, μου λείπεις. (Τραγούδι συνοδείας)

…Της είπε ότι δεν της έκανε κοπλιμέντα, αν και θά 'πρεπε, γιατί και την αγαπούσε και όμορφη την έβρισκε ή και (ακόμα κι αν δεν συνέβαιναν αυτά) έστω από στοιχειώδη ευγένεια για τα τόσα δικά της. Πίστευε όμως ότι οι πραγματικά όμορφοι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη από κοπλιμέντα, είπε.
Αυτός δεν κατάλαβε ότι ταυτόχρονα αυτοαναιρούνταν.
Αυτή δεν είπε τίποτα.

Με είπε αγαπημένο της αγόρι. Κολακεύτηκα.
Οκέϊ, λοιπόν, αμοιβαιότητα κι όχι αλισβερίσι.
Ωραία λέξη, αν σ’ αρέσει.
Ψιθύρισα τ’ όνομα σου στο σκοτάδι.
Κανείς δεν με άκουσε , ούτε κι εγώ.
Οι αισθήσεις μου πήγαν περίπατο σ’ αγρούς με φράουλες .
Για πάντα;




-«Τι κάνεις; »,ρώτησε παίζοντας μέσα στα δάκτυλα της το λουράκι της τσάντας της. Εγώ δε γύρισα.
-«Θα ατένιζα το πέλαγο, αλλά είναι το ντουβάρι»
-«Ξέρεις» είπε «ο κόσμος φτιάχτηκε για μας…»
-«Μη συνεχίζεις», τη διέκοψα, «αποκλείεται να έγινε τέτοιο λάθος εξαιτίας μας»


Γιατί οι γλόμποι κρέμονται απ’ το ταβάνι σαν ουρές ψόφιων μαϊμούδων…



Πραγματικότητα είναι τα μάτια του Μούργου
-γυάλινα, πράσινα-
όταν τα χτυπάει το φως.



Between a rock and a hard place. Κάθε βουνό είναι μοναδικό. το περήφανο Έβερεστ… και κάθε μικρός λοφάκος, περήφανος όπως το Έβερεστ.

Ως πότε σ’ αυτόν τον κόσμο των νάνων οι γίγαντες θα πέφτουν;
Ως που να ξεκουμπιστούν και να πάνε στο κόσμο των γιγάντων.
Ποιος τους είπε πως τους θέλουμε εδώ;




Το ξυπνητήρι είναι η χειρότερη εφεύρεση.
Προσφέρει με δελτίο πρόσκαιρο θάνατο.

Ονειρεύεσαι ξυπνητός ότι κοιμάσαι και χαμογελάς για το ευχάριστο όνειρο

Κάποτε κοιμήθηκα 16 ώρες . Ξύπνησα και ένοιωθα. Υπέροχα.

Ο πιο ακριβής ρεαλισμός επιτυγχάνεται στο σκοτάδι.


Στο σκοτάδι τα πράγματα φαίνονται όπως πραγματικά είναι. Μαύρα .


Θέλω να πεθάνω μέρα μεσημέρι με άπλετο φως και ανέφελο ουρανό!
Με τη γκαντεμιά που με δέρνει όμως , ακόμα κι αν τα καταφέρω, θα ‘χει έκλειψη ηλίου.



Δεν υπάρχει ευτυχία! Υπάρχουν μόνο λιγοστές στιγμές της.
(Νομίζω…)
Παρακολουθώντας την έκλειψη, έχασα τον εαυτό μου στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού.


Κάπνισε τη τελευταία ρουφηξιά του τελευταίου τσιγάρου με τη τελευταία ανάσα.
Τον βρήκαν μες το μισοσκόταδο, μισοξαπλωμένο στο πεζούλι, μ’ ένα μισό χαμόγελο στο μισό πρόσωπο.


Τελικά το μόνο που μας σώζει είναι ελευθερία εισόδου στα ψυχιατρεία χωρίς εξετάσεις.
Διότι τι να τις κάνεις τις εξετάσεις, όταν 29 κατασκευαστές πλυντηρίων συνιστούν Skip
κι όταν χτυπάει το τηλέφωνο 9 φορές στις 10 είναι για κακό;

Μ’ αρέσει να συμπεριφέρομαι σα ζώο, γιατί συμπεριφέρομαι σαν άνθρωπος.
Μ’ αρέσει να συμπεριφέρομαι σαν άνθρωπος, γιατί συμπεριφέρομαι σαν ζώο.

Το μόνο που περιμένεις είναι ν’αλλάξει κάτι στο μυαλό σου και ν’ αρχίσεις να χαμογελάς ευτυχισμένος.



Εν αρχήν ην το χάος! Εγώ ήρθα μετά.

Το χάσμα που άνοιξε ο σεισμός , ευθύς εγέμισε άνθη.
Πλαστικά.

Καλώς ήρθατε στον θαυμαστό καινούριο κόσμο. Σκουπίστε μόνο τα πόδια σας για να μην μας λερώσετε την μοκέτα.

Αναπολώ τα μελλούμενα, αγωνιώ για τα περασμένα κι αδιαφορώ για τα τωρινά

Με το πιστόλι στο κρόταφο και τη θηλιά στο λαιμό αναζητούμε έναν ανώδυνο θάνατο, ξεψυχώντας κάποτε κάτω απ’ το φως υπέρυθρων ακτινών.

Η διαθλαστική δύναμη του ακατέργαστου μαργαριταριού με συνεπαίρνει. Επιβιβάζομαι στο τρένο της παρουσίας μου, που μοιάζει πιο οδυνηρή απ’ τη δική σου απουσία.
Ακούω το Born to be wilde.
Μετακινώ το κολάρο που με κόβει.

Σάπιες καρέκλες τα διλήμματα μου και εγώ υπέρβαρος. Ανασυντάσσω το ιππικό και επιτίθεμαι με το πεζικό. Η ήττα είναι σίγουρη, μα θα πεθάνω.


Τα κουνούπια ψοφούν, όταν με τσιμπάνε.
Είμαι το δραστικότερο εντομοκτόνο και δεν καταστρέφω το όζον.
Προτιμήστε με!

Τα μάτια, οι κάμερες και οι φωτογραφικές μηχανές είναι καταδικασμένες σε αφάνεια. Βλέπουν, γράφουν και καταγράφουν αλλά τα ίδια μένουν πάντα στη σκιά.
Έχουμε πολλές φωτογραφίες από μια μηχανή, αλλά καμία φωτογραφία της μηχανής.
Την εποχή που δεν υπήρχαν καθρέφτες, ο άνθρωπος ήξερε καλά το πρόσωπο των άλλων και καθόλου το δικό του.
Οι άσχημοι δεν είχαν το κόμπλεξ της ασκήμιας τους κι οι όμορφοι την έπαρση της ομορφιάς τους.
Σε μια τέτοια κοινωνία δεν θα υπήρχε το παραμύθι « Η πεντάμορφη και το τέρας».

Η Λίντα Χάμιλτον και ο Ρον Πέλμαν θα μένανε άνεργοι.

Στη διαφορά ανάμεσα σε μια μαρμάρινη και σε μια τσιμεντένια πλάκα, πολλοί αποφαίνονται υπέρ της μαρμάρινης , ξεγελασμένοι από τη γυαλάδα και την ψευτοπολυτέλεια της.
Εγώ διαβλέπω, όμως, μια πραγματικότητα στην άλλη και την προτιμώ.
Όταν διαλύεται από το χρόνο και ξεφτίζει, εμφανίζονται τα σίδερα γυμνά και σκουριασμένα.
Και μοιάζουν με ανθρώπινα μέλη αποστεωμένα.



Ακολούθα τι δρόμο του φεγγαριού,
ίσως κλέψεις λίγη απ’ τη λάμψη του.
Γεννηθήκαμε σε μια ζωή κλειστών δρόμων
και δε μπορούμε ούτε να πεθάνουμε.





Αναχωρώ και νομίζω πως φεύγω.
Μαζί μου η ανία μου και η σκιά μου.




Κι ήθελες, λέει ,φίλε μου ,
ν’ ακούσεις, πριν πεθάνεις,
την κραυγή της πεταλούδας.
Οι πεταλούδες μας τελείωσαν.






Φάλτσες φωνές,
φτηνή μουσική,
σάπιοι στίχοι.
Ήταν ένα μικρό τραγούδι που έμεινε ατραγούδιστο.
Οε οε, οε, οε! Οε! Οεεέ!











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου