Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Αναφορά στον Φραγκίσκο. Μέρος 8ο. Οι σκύλοι της ζωής μου. (Στον αστερισμό της Αμαζόνας)

ΟΙ ΣΚΥΛΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Αντίθετα με τις γάτες , δεν υπάρχουν στα πρώτα παιδικά μου χρόνια άμεσες αναμνήσεις με σκυλιά. Δεν είχαμε και μου φαίνεται ότι κανένας στο χωριό δεν είχε. Για μια σκύλα που είχα παλιά ο πατέρας μου εν ονόματι Πιπίτσα άκουσα να γίνεται λόγος αργότερα μέσω/λόγω Αμαζόνας. Και μια σκύλα εν ονόματι Δορκάς που είχαμε εμείς και την δώσαμε αργότερα μαζί με ένα κουτάβι της στα Κουτσουμαρέϊκα, οι υπόλοιποι μου λένε ότι αποκλείεται να θυμάμαι κάτι. Ωστόσο, εγώ έχω την αίσθηση ότι είχα δει και θυμάμαι ένα κόκκινο σκυλί στην πόρτα –την πράσινη και ξύλινη που ήταν πρώτα- και έλεγα «Να ήρθε πάλι» (Για κάμποσο καιρό η σκυλίτσα το είχε δίπορτο…). Κατόπιν τόσης επιμονής όμως, δεν ξέρω αν είναι υπαρκτή ή πλαστή με βάση την διήγηση ανάμνηση. Παράλληλα, μου είχε εντυπωθεί και ένας φόβος για τα σκυλιά εξαιτίας της Ρίτας, μιας σκύλας που δάγκωνε στα Γιατρέϊκα, και τον σκυλιών του Φούλη, στα Κουτσουμαρέϊκα. Διπλανά χωριουδάκια αυτά, και τα δυο.
Έτσι, ξαφνικά, σαν κεραυνός εν αιθρία, έσκασε μύτη τον Αύγουστο του 1978 ένα κοκκινωπό κουτάβι το οποίο ηγαπήθη σφοδρώς, έγινε κάτι σαν 6ο μέλος της οικογένειας και, μα την αλήθεια, σχεδόν μου φαίνεται ανόσιο μου μιλάω για αυτήν εδώ κι όχι παρουσιάζοντας σας την οικογένεια μου. Το φέραμε μαζί με την μάνα μου από τα Γιατρέϊκα (βασικά, εγώ έτυχε τότε να είμαι μαζί, δεν ήξερα τίποτα) και ήταν κόρη της Ρίτας, της σκύλας που φοβόμουνα. Ήταν μαύρη στη ράχη, κόκκινη στο πρόσωπο και στα πόδια και είχε άσπρη "γραβάτα" στο λαιμό και "μποτάκια" στα πόδια. Η κουτάβα ονομάστηκε από την αδερφή μου Αμαζόνα και κατά καιρούς απέκτησε διάφορα παρατσούκλια –Πουκατσώφ, Πίπης, Κοκκινομούρικο Μικρόβιο και άλλα.
Ήταν πανέξυπνη και, όπως κάθε νοήμον ον, είχε τους φόβους, τα πάθη και τις επιθυμίες της. Το μεγάλο της πάθος ήταν να γαβγίζει τα αυτοκίνητα -ακόμα και τον πατέρα μου σε κάποιες φάσεις, μάλλον όμως γιατί μας έπαιρνε. Κάποτε, μάλιστα, ένα την είχε παρασύρει και την είχε πατήσει κιόλας λιγάκι. Θα έλεγες ότι ίσως το πάθημα της αυτό θα της έγινε μάθημα… Αντίθετα, όχι μόνο δεν σταμάτησε να γαβγίζει αυτοκίνητα, αλλά το μένος της για εκείνο το συγκριμένο αυτοκίνητο ήταν πολλαπλάσιο και οι επιθέσεις της το ίδιο. Αβυσσαλέο μίσος είχε για τα σκυλιά του Φούλη, τα οποία όντας δύο την νικούσανε, όταν τσακωνότανε. Ο πιο μεγάλος της φόβος ήταν οι κρότοι γιατί, όταν ήταν μικρή, σκάβανε για να βάλουν δίκτυο ύδρευσης, βάζανε φουρνέλα και, όταν αυτά εκρήγνυνταν, πέφτανε οι πέτρες πάνω στην τσίγκινη σκεπή του μέρους που κοιμότανε. Έτσι δευτερογενώς απέκτησε φόβο και για το κυνήγι επεκτείνοντας τη μάθηση, αν και είχε τρομερή μύτη. Γιατί φοβότανε τους πυροβολισμούς. Αργότερα συνδύασε τον ήχο με το αντικείμενο και αρχίναγε να τρέχει με την ουρά στα σκέλια με το που έβλεπε ντουφέκι.

Ένα άλλο της χαρακτηριστικό ήταν ότι " ένιωθε " τι της έλεγες. Όταν ήταν μικρή, την δείρανε, επειδή μπήκε στο σπίτι, και από τότε ερχότανε μόνο μέχρι την πόρτα. Όταν καμιά φορά λείπανε οι δικοί μου και την βάζαμε μέσα με την Ολυμπία, έτρεμε σαν το ψάρι και είχε το νου της στην πόρτα ψάχνοντας ευκαιρία να βγει έξω. Η μοναδική φορά που μπήκε σε σπίτι - και μάλιστα ξένο, και μαλιστότερα κάτω από ένα κρεβάτι εκεί - ήταν ένα απόγευμα του Σεπτέμβρη του 1986, κατά το οποίο γάβγιζε συνέχεια. Και πάνω που λέγαμε πόσα ευχέλαια θα της κάνουμε, έκανε τον μεγάλο σεισμό της Καλαμάτας. Όταν η μάνα μου έσφαζε κάτι και το άφηνε για λίγο να στραγγίξει ή απομακρυνόταν για κάποιο άλλο λόγο, η Αμαζόνα όχι μόνο δεν το πείραζε, αλλά το φύλαγε κιόλας, εμποδίζοντας το γατολόϊ που είχε μαζευτεί. Καμιά φορά, όταν μαζεύαμε ελιές καθότανε και φύλαγε τα λιόπανα. Και μπορούσε να καταλάβει το αυτοκίνητο μας από τον θόρυβο και μας περίμενε στο Λαγκαδάκι.Επειδή, όμως, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, έτσι την πάτησε μια φορά και η Αμαζόνα, στην κυριολεξία. Είχε πάει ο Πάνος για αγκίστρια αλλά το πρωί καθυστέρησε να τα μαζέψει και άρχισε η Αμαζόνα τη συλλογή. Και πιάστηκε.
Ήταν πολύ συναισθηματικό σκυλί. Όταν γυρνούσαν τα αδέρφια μου ή εγώ, αργότερα, από την Αθήνα μετά από πολύ καιρό, με το που μας καταλάβαινε έτρεχε, σηκωνότανε στα δυο της πόδια , άρπαζε το μπούτι μας με τα δυο της πόδια και δεν μας άφηνε να φύγουμε. Ωστόσο την ιδιαίτερη σχέση την είχε με την Ολυμπία. Όταν ήταν η Ολυμπία στο χωριό σταματούσε να ακολουθεί τη μάνα μου και την ακολουθούσε συνεχώς. Καμία φορά που μιλούσαμε στο τηλέφωνο τύχαινε να γνωρίσει την φωνή και αρχίναγε να γαβγίζει.
Η Αμαζόνα αρρώστησε και πέθανε (ευθανατώθηκε :(((( ) τον Φεβρουάριο του 1991, την ίδια εποχή που πέθανε και ο Γυαλιστερός.
Τα δεκατρία χρόνια της ζωής της ό,τι άλλο σκυλί υπήρχε στο σπίτι είχε να κάνει με την Αμαζόνα. Αρχικά ήταν τα παιδιά της. Πρώτη ήταν η Πιστή που την δώσαμε στο Θοδωράκη, ένα γείτονα, και ήταν ίδια με την μάνα της, αλλά με πιο μακριά αυτιά. Ο Λέων ,ένα κόκκινο κουτάβι με ένα άσπρο τρίγωνο στο κούτελο που τον είχαμε κρατήσει για να τον δώσουμε σε έναν στο Βαρούσι και, επειδή στο μεταξύ τον είχαμε αγαπήσει, πολύ στεναχωρήθηκα που τον δώσαμε. Ο Τζακ, ένα μαύρο κουτάβι με κόκκινα φρύδια που είχε γίνει φίλος με τον Λάκη. Αυτόν τον δώσαμε στη Καλαμάτα και του έμελλε να σκοτωθεί με μια σανιδιά στο κεφάλι.
Μετά ήταν οι κατά καιρούς εραστές της. Ο Φλόξ, ένας κόκκινος σκύλος που ερχότανε περιοδικά -μια φορά με ένα μάτι- και που μετά μάθαμε ότι τον λέγανε Λέων και ήτανε ενός από τις Κάλυβες. Ο Τζακ ένας μαύρος σκύλος, τρομερά ηλίθιος- ή τρομερά καλός- που τον πιάσανε μια φορά και τον βάψανε πορτοκαλή. Αυτός ρίζωσε στο Χωριό γιατί τον κράτησε η Γαβρίλιενα, μια γειτόνισσα . Είναι ένας από τους πιθανούς πατέρες του Μούργου, του επόμενου σκύλου.
Τέλος, υπάρχει και η Ασημίνα, μια ασπρόμαυρη σκυλίτσα που ακολούθησε την Αμαζόνα και την Ολυμπία από τα Λιασίνοβα. Αυτή την κράτησε ο μπάρμπας μου ο Θανάσης. Δεν άφηνε όμως αυγό για αυγό στα κοτέτσια και ο μπάρμπας μου ανταποκρινόμενος στο αίτημα του χωριού για ομελέτα την σκότωσε κάποια χρόνια μετά (Και Λίτσα, η κόρη του, έμαθε την πραγματική μοίρα της Ασημίνας διαβάζοντας μια πρώιμη εκδοχή του αφηγήματος αυτού… Ουπς!).

Τελευταία ζωντανή γέννα της Αμαζόνας ήταν ο Μούργος. Γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1987, ήταν μαύρος με άσπρη, διάστικτή με μαύρες βούλες "γραβάτα" και άσπρα "μποτάκια", όχι ιδιαίτερα μεγαλόσωμος, αν και πιο μεγάλος από την Αμαζόνα. Εγώ ήθελα να τον ονομάσω Σείριο, αλλά τελικά του έμεινε η ονομασία που του κόλλησε ο πατέρας μου και ταίριαζε με το χρώμα του. Κληρονόμησε από την μάνα του την απέχθεια για τα αυτοκίνητα και τον φόβο για τα ντουφέκια. Δεν ήταν ιδιαίτερα έξυπνος, ήταν όμως πολύ αισθηματίας. Κάποτε είχε αρρωστήσει και, πριν πάω στο σχολείο, πήγα να του βάλω γάλα. Δεν είχε όρεξη να φάει το γάλα ωστόσο, για να με ευχαριστήσει, με ακολούθησε μέχρι το Λαγκαδάκι.
Κάποια στιγμή κάποιος τον έδειρε με ένα ραβδί και από τότε κάκιωσε. Μαζί με τον Αλκιβιάδη, μια σκυλίτσα που είχε ο Σωτήρης, δεν άφηναν κανένα να μπει στο χωριό. Μετά δεν άφηνε κανένα ξένο να μπει στο σπίτι μετά την εξώπορτα. Στο τέλος άρχισε να κρυφοδαγκώνει αυτούς που κρατούσαν ραβδί. Ο Μούργος αρρώστησε και πέθανε το 1994.

Επόμενη σκύλα ήταν η Αμαζόνα η Β΄, κόρη του Μούργου και της Λουλούκας, της αγαθιάρας σκύλας του Σωτήρη. Ήταν ολόμαυρη, ψηλή και λυγερόκορμή και τρομερά παιχνιδιάρα, ή ίσως ηλίθια. Την πήραμε Πάσχα, οπότε πρόλαβε να με γνωρίσει στις διακοπές και το καλοκαίρι που ήρθε το πέρασα ασχολούμενος μαζί της. Έτσι θεωρούσε εμένα αφεντικό της.

Όταν πήγαινα στο χωριό, με περίμενε να ξυπνήσω τα πρωινά έξω από την πόρτα γρυλίζοντας με ανυπομονησία. Όταν δε, έβρισκε μισάνοιχτη την πόρτα, ερχότανε και γρύλιζε πάνω από το κεφάλι μου κάτι του στιλ...

Ήταν το μόνο εποχούμενο σκυλί που είχαμε, καθώς την είχα μάθει να ανεβαίνει στο αυτοκίνητο. Και ήταν το μόνο κυνηγόσκυλο που είχαμε, καθώς δεν φοβόταν τα ντουφέκια . Βέβαια και αυτή χαμένη πήγε, γιατί πια δεν είχαμε κυνηγό, ο πατέρας μου βαριότανε κι εγώ κι ο αδερφός μου βεβαία με την καμμία . Το γεγονός, ωστόσο, ότι θεωρούσε εμένα αφεντικό της αποδείχτηκε μοιραίο τελικά. Γιατί, όταν έλειπα εγώ, ακολουθούσε όποιον έβρισκε. Μια φορά λοιπόν που είχε πάει με τον πατέρα μου στο Τρικόλι, περάσανε κάτι ξένοι από το ορειβατικό μονοπάτι, τους ακολούθησε, έφυγε και χάθηκε.
Ήταν χειμώνας του 1996.
Μέσω της Αμαζόνας της Β΄ μπήκε εμμέσως στη ζωή μας η Ξένια. Γυρνούσε σε ένα βενζινάδικο στον Κάμπο, την είδε ο Σταύρος, το γειτονόπουλο, και την πέρασε για την Αμαζόνα, που τον ίδιο καιρό είχε χαθεί. Κι ένας ξένος που εμένε στα Κουτσουμαρέϊκα την φόρτωσε στο αυτοκίνητο και την άφησε στο Λαγκαδάκι. Αυτή δεν είχε αφεντικό, οι δικοί μου δεν είχανε σκυλί, το κατάλληλο τάιμινγκ. Γι αυτό το λόγο εγώ την έβγαλα Ξένια. Ο πατέρας μου την φώναζε Αμαζόνα ("και το ονομάσαμε Αννιώ κι αυτό, για να μη νιώθουμε ότι λείπει κανένας", που λέει κι η μάνα του Βιζυηνού ). Η μάνα μου ανάλογα με ποιον ήτανε.
Όταν ήρθε σε μας ήταν ενός χρόνου περίπου. Ήταν μαύρη με άσπρη "γραβάτα" και είχε μεγάλα πέλματα. Όταν ήρθε, ήταν έγκυος και γέννησε κουτάβια χωρίς ουρά. Είχε διάθεση να μάθει να ανεβαίνει στο αυτοκίνητα, αλλά οι δικοί μου την αποθάρρυναν από φόβο μήπως την κοπανήσει όπως η άλλη.
Άλλά δεν νομίζω να το έκανε ποτέ... Ήταν πολύ ευτυχισμένη που ξανάγινε το σκυλί κάποιου. Η Ξένια αρρώστησε και πέθανε το Μάρτη του 2001.
Το καλοκαίρι εκείνο πήραν οι δικοί μου ένα κόκκινο κουτάβι και η μάνα μου επιτέλους απέκτησε σκύλο που θα τον μάθαινε δεμένο. Ήταν κόκκινος, μισοράτσας και θα γινότανε τεράστιος. Σκεφτόμουνα να τον ονομάσω Προμηθέα για προφανείς λόγους. Φουρκίστηκε τον Δεκέμβριο του 2001 με το λουρί του.
Ήταν το τελευταίο σκυλί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου