Μια
φορά τσαι έναν τσαιρό ήταν τρία αδέρφια που ζούσανε σε ένα ξέφωτο στο τσέντρο ενός πολύ μεγάλου δάσους. Τσαι ήτανε πολύ φτωχά. Τσαι δεν είχανε ψωμί να φάνε. Μόνε μία μέρα λέει ο
μεγαλύτερος:
«Παιδία, είμαστε πολύ φτωχοί, θα φύγω τσ’ εγώ, θα πάω
να βρω τη τύχη μου».
Πριν φύγει κάρφωσε ένα καρφί στη κόρδα τσαι τους
είπε:
-«Άμα
σγουριάξει τσαι δεν έχω γυρίσει, να ‘ρτείτε να με γυρέψετε.»
Έβαλε
λίγο ψωμί τσαι λίγο κρεμμύδι στο ντορβά του, το πέρασε στο ώμο του τσ’ έφυγε.
Δρόμοι πήρε, δρόμο άφησε. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε. Πέρασε παγωμένες λίμνες τσαιαι
ζεστές ερήμους. Διέσχισε πεδιάδες τσαι τσοιλάδες. Ανέβητσε άγρια βουνά, πέρασε
άγριους χειμάρρους τσαι αφρισμένα ποτάμια, Πέρασε από αμμοθύελλες, από χιονοθύελλες
τσ’ από ανεμοθύελλες. Καμία φορά, ταλαιπωρημένος τσαι πεινασμένος έφτασε σε ένα κάστρο όπου
ζούσανε ένα δρακόπουλο με τη μάνα του. Στον
τοίχο του κάστρου ήτανε φυτρωμένη μια μεγάλη συτσά, γιομάτη σύκα. Πεινασμένος όπως ήταν, όρμηξε επάνω στη συτσά,
τη καβάλησε τσ΄ άρχισε να τρώει τα σύκα.
Καμία ώρα τονε λέπει το δρακόπουλο…
-«Μάνα,
είναι ένας άνθρωπος στη συτσά μας, τσαι μας τρώει τα σύκα μας»
-«Για
τήραξε να ιδεις», του λέει η μάνα του. «τιλογός είναι, πώς τα τρώει τα σύκα».
-«Κόβει
τα γινομένα γινομένα, λέει το δρακόπουλο, «τα ξεφλουδίζει καλά καλά, τα ανοίγει τσαι
τα τηράζει μέσα. Τσ΄ άμα είναι καλογινομένα τσαι δεν έχουν σκουλήτσα, τα
τρώει….».
-«Αμή
φτούνος είναι καλομαθημένος! Χάε να παλέψεις μαζί του. Θα τονε νιτσήσεις
σίγουρα».
Κατεβαίνει
το δρακόπουλο να παλέψουνε, τόνε νίτσησε τσαι τονε κάμανε παστό να τονε φάνε το
χειμώνα…
Καμία
φορά, τήραξε τη κόρδα ο μεσαίος αδερφός. Τίνα να ιδεί! Ήτανε σγούριο το καρφί.
-«Σγούριαξε
το καρφί του αδερφού μας», λέει στον μικρό αδερφό. «Θα πάω να τονε γυρέψω».
Κάρφωσε τσαι τσείνος ένα καρφί στη κόρδα τσαι είπε στον αδερφό του.
-«Άμα
σγουριάξει τσαι το δικό μου καρφί τσαι δεν έχω γυρίσει, να ‘ρτεις να με
γυρέψεις».
Έβαλε
λίγο ψωμί τσαι λίγο κρεμμύδι στο ντορβά του, το πέρασε στο ώμο του τσ’ έφυγε.
Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε. Πέρασε παγωμένες λίμνες
τσαι ζεστές ερήμους. Διέσχισε πεδιάδες τσαι τσοιλάδες. Ανέβητσε άγρια βουνά,
πέρασε άγριους χειμάρρους τσαι αφρισμένα ποτάμια, Πέρασε από αμμοθύελλες, από
χιονοθύελλες τσ’ από ανεμοθύελλες… Καμία φορά, ταλαιπωρημένος τσαι πεινασμένος έφτασε στο κάστρο όπου ζούσανε το δρακόπουλο
με τη μάνα του Η μεγάλη συτσά στο τοίχο του κάστρου ήταν γιομάτη σύκα. Πεινασμένος όπως ήταν, όρμηξε πάνω
στη συτσά, ανέβη στη κορφή, τη καβάλησε τσ΄ άρχισε να τρώει τα σύκα.
Καμία ώρα τονε λέπει το δρακόπουλο…
-«Μάνα,
είναι τσ’ άλλος ένας άνθρωπος στη συτσά
μας, τσαι μας τρώει τα σύκα μας»
-«Για
τήραξε να ιδείς», του λέει η μάνα του. «τιλογός είναι, πώς τα τρώει τα σύκα».
-«Διαλέγει
τα γινομένα», λέει το δρακόπουλο, « τους βγάζει από το κάτω το κοτσάνι, τσαι
μετά τα καταπίνει αμάσητα».
-«Χάε
να τονε παλέψεις», του λέει η μάνα του. «Αλλά να προσέχεις! Φτούνος δεν είναι
καλομαθημένος σαν τον άλλονε. Αλλά
μπορείς να τονε νιτσήσεις».
Κατέβητσε
το δρακόπουλο, παλεύανε όλη τη μέρα τσαι μετά πολλά, τονε νίτσησε… Τσαι τον κάμανε παστό να τονε φάνε το
χειμώνα.
Τήραξε μετά από τσαιρό τη κόρδα τσ΄ο μικρός αδερφός τσαι είδε ότι τσαι του μεσαίου αδερφού το καρφί ήτανε σγουριασμένο τσ' είπε με το νου του:
"Σγούριαξε τσαι του άλλου μου του αδερφού το καρφί! Πρέπει να πάω να τονε γυρέψω!"
Έβαλε
λίγο ψωμί τσαι λίγο κρεμμύδι στο ντορβά του, το πέρασε στο ώμο του τσ’ έφυγε.
Δρόμοι πήρε, δρόμο άφησε. Δρόμο πήρε, δρόμο άφησε. Πέρασε παγωμένες λίμνες
τσαι ζεστές ερήμους. Διέσχισε πεδιάδες τσαι τσοιλάδες. Ανέβητσε άγρια βουνά,
πέρασε άγριους χειμάρρους τσαι αφρισμένα ποτάμια, Πέρασε από αμμοθύελλες, από
χιονοθύελλες τσ’ από ανεμοθύελλες… Ταλαιπωρημένος τσαι πεινασμένος έφτασε στο κάστρο με το δρακόπουλο τσαι τη μάνα του. Στον τοίχο του κάστρου φυτρωμένη η μεγάλη συτσά, ήτανε πάλι γιομάτη
σύκα. Πεινασμένος όπως ήτανε τσαι φτούνος, ανέβη πάνω
στη συτσά, τη καβάλησε τσ΄ άρχισε να τρώει τα σύκα.
Καμία φορά τονε λέπει το δρακόπουλο…
-«Μάνα,
είναι τσ’ άλλος ένας άνθρωπος στη συτσά
μας, τσαι μας τρώει τα σύκα μας»
-«Για
τήραξε να ιδεις», του λέει η μάνα του. «τιλογός είναι, πώς τα τρώει τα σύκα».
-
«Σα στραβός!Τρώει ό.τι βρει. Γινωμένα
τσ’ αγίνωτα, φύλλα τσαι τσιλίπια!»
-«Ομπώ,
παιδάτσι μου», λέει η μάνα του. «φέγα να
φύγουμε! Φτούνος είναι δυνατός τσαι σκληραγωγημένος. Θα σε νιτσήσει.
σίγουρα».
Μόνέ
τους λέπει που φέγανε, ο μικρός αδερφός τσαι λέει:
-«Κάτσε
να τους ρωτήσω για τα αδέρφια μου, μην τα είδανε, μην τα απαντήσανε».
Τους βουτά, τους βάζει κάτω…
Το τσαι το:
-«Τους
κάμαμε παστούς να τους φάμε το χειμώνα. Αλλά μη μας κάμεις κακό τσαι μεις θα
σου πούμε πού θα βρεις το αθάνατο νερό να τους αναστήσεις, τσαι θα σου αφήσουμε
το κάστρο μας με όλα τα πλούτη του!»
Συμφώνησε
ο μικρός αδερφός.
-«Θα
φτιάσεις τρία ζευγάρια σιδερένια παπούτσια τσαι θα περπατάς κατά τσει που
βγαίνει ο ήλιος. Άμα λιώσουνε τσαι τα
τρία ζευγάρια, θα φτάσεις στη ρίζα ενός πολύ ψηλού βουνού. Θα σκαρφαλώνεις
πολλές ημέρες μέχρι να φτάσεις στη κορφή. Τσείδά. μέσα σε ένα σπήλιο τρέχει το
αθάνατο νερό. Αλλά το φυλάνε σαράντα
δράτσοι που ο καθένας τους έχει εκατό μάτια. Τσαι όταν τσουμούνται τα μισά, τα
άλλα είναι ξύπνια τσαι φυλάνε ».
Πραγματικά,
λοιπόν, έφτιαξε τρία ζευγάρια σιδερένια παπούτσια, τα φόρεσε τσαι περπάτουνε
προς τα τσει που βγαίνει ο ήλιος.
Περπατούσε τσαι πήγαινε, τσαι πήγαινε τσαι περπατούσε.
Τσαι περπατούσε τσαι πήγαινε, τσαι πήγαινε τσαι περπατούσε. Τσαι πήγαινε τσαι
περπατούσε, τσαι περπατούσε τσαι πήγαινε. Με τα πολλά έλιωσε το πρώτο ζευγάρι
παπούτσια. Φόρεσε το δεύτερο - που λέεις,
Εύα μου τσαι Ρεβέκκα μου- τσαι περπατούσε τσαι πήγαινε, τσαι πήγαινε τσαι περπατούσε. Τσαι
περπατούσε τσαι πήγαινε, τσαι πήγαινε τσαι περπατούσε. Τσαι πήγαινε τσαι
περπατούσε, τσαι περπατούσε τσαι πήγαινε. Με τα πολλά, λιώνει τσαι το δεύτερο ζευγάρι τσαι φόρεσε τσαι το τρίτο. Τσαι περπατούσε τσαι πήγαινε, τσαι πήγαινε τσαι περπατούσε. Τσαι
περπατούσε τσαι πήγαινε, τσαι πήγαινε τσαι περπατούσε. Τσαι πήγαινε τσαι
περπατούσε, τσαι περπατούσε τσαι πήγαινε. Τσ’ όντας έλιωσε τσαι το τρίτο ζευγάρι. έφτασε στη ρίζα του βουνού τσ’ άρχινησε να ανεβαίνει. Με τα πολλά, που λέτε. παιδία, έφτασε στη
κορφή και τίνα να ιδει! Οι σαράντα
δράτσοι ήτανε γύρω γυρω από το σπήλιο και
φυλάγανε την πηγή με το αθάνατο νερό. Βγάνει τότε το τσαφάρι του τσ’ αρχινάει
να παίζει τόσο γλυκά που γλαριάσανε όλα τα μάτια κάθε δράκου τσαι πέσανε και τσουμότανε όλοι. Τότε πήγε
γρήγορα, γιόμισε το παβούρι του με το αθάνατο νερό τσ’ έφυγε. Πήγε στο κάστρο,
το ‘ριξε πάνω στα αδέρφια του τσ΄αμέσως ζωντανέψανε. Τσαι ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς
καλύτερα.
- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -- - - -- - -- - -
Η Εύα για πολύ καιρό ήθελε να της λέμε
πριν κοιμηθεί το Λύκο με τα Εφτά Κατσικάκια και την Κοκκινοσκουφίτσα. Κάποια
στιγμή τα βαρέθηκε και ήθελε άλλα
παραμύθια, αλλά δυστυχώς ήθελε την εκδοχή που έβλεπε στις ταινίες και πού να
θυμάμαι εγώ ποια είναι, οπότε με διόρθωνε κάθε φορά που έλεγα κάτι διαφορετικά,
οπότε ξαγρυπνούσε… Για να έχω, λοιπόν, τον έλεγχο άρχισα να της λέω ένα παραμύθι
που μισοθυμόμουνα από τότε που μου το λέγανε παιδάκι, συμπληρώνοντας ό,τι δεν
θυμόμουν από το μυαλό μου ή με θραύσματα από άλλα παραμύθια. Μέχρι το σημείο πού η μάνα λέει στο
δρακόπουλο να μην παλέψει με τον μικρό αδερφό, τα πάντα είναι όπως στο κανονικό παραμύθι, εκτός από το κομμάτι που αναφέρεται στις θύελλες από τις οποίες
πέρασαν τα αδέρφια μέχρι να φτάσουνε στο
κάστρο. Αλλά μια φορά που είπα τη φράση στη μικρή, της άρεσε και ήθελε να το επαναλαμβάνω κάθε φορά. Προς το τέλος επειδή βαριόμουνα πια να τη λέω τρεις φορές, έλεγα οτι περνούσε "παντοθύελλες", αλλά μου φάνηκε του μάτς και δεν την έβαλα στο παραμύθι, κράτησα την αρχική φράση. Δεν θυμόμουνα πώς πήρε χαμπάρι ο μικρός αδερφός ότι έχουν παστώσει τα
αδέρφια του, πάντως θυμάμαι ότι οι δράκοι αυτοί του αναφέρουνε για το αθάνατο νερό. Από κει
και πέρα μέχρι το προφανώς χάπι έντ δεν θυμάμαι τίποτα. Το κομμάτι με τα σιδερένια παπούτσια το πήρα
από ένα παραμύθι που είχα διαβάσει παιδάκι στην εγκυκλοπαίδεια «Επιστήμη και
Ζωή». Όσον αφορά τους ακοίμητους δράκους,
πιθανότατα έκλεψα την ιστορία του Ερμή
και του Άργου από την μυθολογία, αν και νομίζω πως θυμάμαι κάποια τέτοια
λεπτομέρεια με ακοίμητους δράκους και από κάποιο παραμύθι. Η Εύα ήθελα να ονομάσω τα αδέρφια και έτσι
τον μεγάλο αδερφό τον βάφτισα Μανώλη,
τον μεσαίο Κώστα και τον μικρό Νικόλα, αλλά δεν μου ταιριάζει να χρησιμοποιήσω
τα ονόματα στην παρούσα αφήγηση. Να προσθέσω ότι στο τέλος ανάλογα με τα κέφια,
τα αδέρφια γινόταν πριγκιπόπουλα και το
ένα ξυπνούσε μια κοπέλα που κοιμόταν σε ένα κάστρο, το άλλο μια άλλη που
κοιμόταν σε ένα γυάλινο κουτί, ενώ το τρίτο ερωτευόταν μια κοπελιά που φορούσε
ένα γυάλινο γοβάκι… Το παραμύθι μετά άρεσε και στην μικρή, τη Ρεβέκκα, οπότε της το έλεγα κι αυτηνής.
Μολονότι ξεκίνησα να γράφω κανονικά την
ιστορία, δεν μου πήγαινε και τελικά την έγραψα σε διάλεκτο. Δεν νομίζω να δυσκολεύεται η κατανόηση της.
Το πιο δύσκολο είναι ο τσιτακισμός, αλλά άμα αντιληφθεί κανείς το μηχανισμό
δεν θα έχει πρόβλημα κατανόησης. Οι φράσεις «καμία φορά» και «καμία ώρα»
σημαίνουν "κάποια στιγμή". Η λέξη «μονέ» σημαίνει «όμως» , "οπότε"ή «παρά». Το «αμή» εδώ
έχει αντιθετική σημασία. Η φράση «τρώω σα στραβός» σημαίνει «τρώω κάτι με μεγάλη
ταχύτητα είτε γιατί πεινάω πολύ είτε γιατί είναι πεντανόστιμο». Το "τσσαφάρι" είναι καλαμένια αυτοσχέδια φλογέρα χωρίς σφυρίχτρα. . Τα υπόλοιπα
διαλεκτικά στοιχεία είναι εύκολα κατανοητά.
Να
σημειωθεί ότι ο αδερφός μου θυμάται μια διαφορετική εκδοχή, κατά την οποία τα
πρώτα αδέρφια, αφού όλα έγινα μέχρι τη συκιά όπως τα είπα, τα είχαν νικήσει οι σαράντα δράκοι, τα είχανε
κλείσει σε μια γλιστέρνα (= στέρνα) και τους ρίχνανε φαγιά για να παχύνουνε και
να τα φάνε. Εκείνα όμως το είχανε καταλάβει και δεν έτρωγαν, μέχρι που ήρθε ο
μικρός και καθάρισε…
Υπάρχει κι ακόμα ένα παρόμοιο παραμύθι με
τρία αδέρφια αλλά δεν το
καλοθυμάμαι. Σε αυτό κάθε αδερφός που
έφευγε έπρεπε να διαλέξει έναν από τρεις
δρόμους. Ο ένας έγραφε «γυρίζεις», ο δεύτερος έγραφε «γυρίζεις δεν γυρίζεις» και το
τρίτος «δεν γυρίζεις». Ο μεγάλος αδερφός διάλεξε τον πρώτο δρόμο και κατέληξε
«να ξύνει πατσιές στη πολιτεία». Ο μεσαίος αδερφός διάλεξε τον δεύτερο δρόμο
και δεν θυμάμαι τι έπαθε ακριβώς, πάντως τη πάτησε (μην του συνέβη η ιστορία με
τη συκιά;). Ο μικρότερος, μάγκας όπως συμβαίνει με εμάς του μικρότερους
αδερφούς, δεν θυμάμαι πώς αλλά καθάρισε και για τους αδερφούς του κι έσωσε τη
μέρα.
Τέλος, θυμάμαι αμυδρά, ένα άλλο παραμύθι που
μου λέγανε τα οποίο ενδέχεται να είναι και πιο γνωστό. Ήταν ένας τύπος που τον
λέγανε Ατρόμητο γιατί δεν φοβότανε τίποτα. Και υπήρχε μια προφητεία που έλεγε
ότι άμα φοβηθεί κάτι θα ζήσει για πάντα. Αυτός λοιπόν, πέρασε διάφορες
περιπέτειες και νίκησε χωρίς να τρομάξει από τίποτα και μετά παντρεύτηκε μια
νεράιδα που έσωσε. Αλλά θα πέθαινε, αφού δεν είχε βρεθεί τίποτα να τον
τρομάξει. Μια μέρα, λέει, είχε πάει κυνήγι και γύρισε. «Χάε φτουδά στο ντουλάπι
σου έχω βάλει μαγέρεμα να φάεις» του λέει η γυναίκα του. Είχε όμως βάλει
περιστέρια και όταν το άνοιξε αυτός και «φτερουκανήσανε» ξαφνιάστηκε και
τρόμαξε. Κι έτσι έζησαν για πάντα μαζί.
Μπάι δε γουέι, όταν μικρός και άκουγα για δράκους, επειδή δεν είχα προφανώς δει ποτέ πώς παρουσιάζονται και δεν είχα διαβάσει κάπου πώς περιγράφονται, τους είχα στο νου μου ότι είναι όπως οι λύκοι (αργότερα μουργόλυκοι) που θέλουν να απαλλοτριώσουν το θησαυροφυλάκιο του Σκροuτζ, αλλά στο αγριότερο. Κάτι γίγαντες σε ένα άλλο παραμύθι τους είχα στο νου μου μουσάτους και σκονισμένους σαν κάτι τύπους που δουλεύανε το μπιστολέτο, το κομπρεσέρ, στο χωριο κι ανοίγανε αυλάκια στο δρόμο για να περάσει το νερό. Άρα μιλάμε για το 1978. Άσχετο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου