Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

"Ωδή (για το τέλος της χιλιετίας)".

Αισθάνομαι λίγο σαν το ποιητή Φερνάζη τελευταία... Εγώ ο κόσμος χάνεται κι εγώ ανεβάζω τραγουδάκια.... Θαρρώ όμως ότι είναι κι αυτό μια άμυνα, η δική μου, ενάντια στην ηττοπαθή μεμψιμοιρία, τη πολύ βολική σε όσους μας την προκαλούν... Είναι κι αυτό, νομίζω, ένα αντίδοτο να μην ξεχνάμε ποιοι πραγματικοί είμαστε (όποιοι κι αν είμαστε) και να μην το εγκαταλείπουμε , χωρίς παράλληλα να σταματούμε να παλεύουμε για όσα αξίζει... Κι αν μέχρι πρόσφατα ο αγώνας ήταν για τις συνθήκες ζωής μας, τώρα αποκαλύπτεται ότι είναι ακόμα σοβαρότερος ο αγώνας... Γιατί βρισκόμαστε στις αρχές ενός οικονομικού τύπου Απρίλη του '67...
"Ωδή" ή "Ωδή για το τέλος της (ή "μιάς") χιλιετίας". Αυτό είναι σημερινό τραγούδι. Τι να πω τώρα εγώ? Μάλλον "Ρέκβιεμ" θα έπρεπε να το πω. Και γιατί μιλάει για ένα τέλος και για το μελαγχολικό και το απαισιόδοξο των ετερόκλητων κατά τ' άλλα στίχων του.
Λογικόν το ετερόκλητον. Λογικό, διότι πρόκειται για συνενωθέντα αποσπάσματα με μοναδικό κοινό στοιχείο την ήρεμη θλίψη και την παραιτημένη μελαγχολία, τα οποία διασκεύασα ελαφρά για να "χωράνε" στη μελωδία .
Οι πρώτες δυο στροφές είναι ένα ξεχωριστο ποιηματάκι που έγραψα στο Λύκειο, μια άσκηση πάνω στο καρυωτακικό σύμπαν που μ' απασχολούσε τότε. Μ' άρεσε η λιτότητα στην έκφραση (για τα μέτρα μου τουλάχιστον) και η ιδέα της διπλής ζωής, αυτής που θέλουμε κι αυτής που ζουμε. Αισθανόμουν ότι κάτι τους έλειπε για να τελειώσουν, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι...
Η τρίτη στροφή ήταν ένα μισοτελειωμένο απόσπασμα από ένα στίχο που δεν γράφτηκε ποτέ.
Η τέταρτη στροφή ηταν ένα επίγραμμα για έναν τύπο που γνώρισα σε μια παραθεριστική καλύβα στο Ταΰγετο. Μου έκανε εντύπωση με πόση δίψα για ζωή μιλούσε για αυτά που θα 'κανε, όταν θα έβγαινε στη σύνταξη. Την ώρα που μιλούσε σα συννεφάκι πάνω από τον ώμο του ζωγραφίζονταν αυτά που ονειρευότανε. Τρεις βδομάδες μετά γυρνούσε από ένα πανηγύρι κι ήταν στην Εθνική. Είχε φορτώσει στην σχάρα του αυτοκινήτου του ξύλινα φτυάρια για φούρνισμα, σαν τα παλιά, που είχε φτιάξει κι είχε πάει να τα πουλήσει. Λύθηκαν και βγήκε να τα δέσει. Τον σκότωσε το φορτηγό που τον παρέσυρε. Ντίνο τον έλεγαν.
Η πέμπτη στροφή γράφτηκε τη δεύτερη χρονιά που έδινα Πανελλήνιες κι είχα σαλτάρει από την Ιστορία... Στο περιθώριο του βιβλίου έγραφα στιχάκια από τραγούδια των Doors. Μια μέρα έγραψα αυτό.
Η 6η στροφή είναι εκείνη που χρειάστηκε να πειράξω περισσότερο για να χωράει στη μελωδία. Για αυτό και ποτέ δεν κατάφερα να τη πω σωστά. Πάντα στο πρώτο στίχο της έλεγα "θάλασσα" και δεν φάινεται η ρίμα (χάλασες). Το μόνο άλλο που θυμάμαι είναι πόσο με ταλαιπώρησε να βρώ λέξη να ομοιοκαταληκτεί με τη λέξη 'θάλασσα' και πόσο περήφανος αισθάνθηκα που βρήκα τη λέξη "χάλασα". Μετά βέβαια αντιλήφθηκα ότι υπάρχουν καμιά δεκαριά τραγούδια με την ίδια ρίμα... Πράγμα αναμενόμενο καθότι η μόνη άλλη εναλλακτική ομοιοκαταληξία στο "θάλασσα" είναι "Παντάνασσα" ...
Στην βιογραφική ταινία "Τσάρλι" του Ρίτσαρντ Αττένμπορω έχει μια πολύ ωραία σκηνή. Ο Τσάρλι Τσάπλιν προσπαθεί να ντύσει την κινηματογραφική περσόνα που δημιούργησε σ' ένα βεστιάριο. Και καθώς φέρνει τα μάτια του γύρω, ένα χρυσαφί, φωτεινό κυκλάκι εμφανίζεται γύρω από ένα μαύρο καπέλο, ένα φθαρμένο κουστούμι δυο νούμερα μεγαλύτερο, ένα μπαστούνι κι ένα μουστακάκι. Κι έτσι γεννήθηκε ο Σαρλό.
Κάπως έτσι, αφου μετά από ένα ολόκληρο καλοκαιρινό βράδυ δημιουργικού πυρετού κατάφερα να ολοκληρώσω την μελωδία κι έψαχνα στίχους, κυκλώνονταν αυτά τα διαφορετικά στιχάκια καθώς ξεφύλλιζα το τετράδιο με τους στίχους μου... Ήξερα κιόλας από την αρχή ποιο πάει που, τι άλλαγές θα κάνω και πως θα κλείσω το τραγούδι. Συνειρμικά, αυτόματα κι αβίαστα βγήκε από το μυαλό μου η κατακλείδα του τραγουδιού. Μια φράση από το ποιήμα του Σεφέρη "Μνήμη Β΄" : "Είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει" και βγήκα απ΄το αδειανό μου σπίτι μ΄ένα τραγούδι. Κι έτσι γεννήθηκε η "Ωδή".
(Αναρωτήθηκα στην αρχή τι να γράψω για αυτό το τραγούδι κι έγραψα ολόκληρο κατεβατό! Ωραιος είμαι... )
Νομίζω ότι και τις τρεις κιθάρες τις παίζω εγώ... Στο τουμπελέκι έχωσα τον Ηλία να προσπαθεί να μου δωσει ένα ρυθμικό σχήμα . Πράγμα δύσκολο, καθότι ήταν η πρώτη φόρα που το έπιανε στα χέρια του και γιατί δεν έχω και το πιο αναμενόμενο παίξιμο...

ΩΔΗ
Αύγουστος 1996
Πίσω απ’ τις φωτεινές τις αυταπάτες
φωλιάζει η σκοτεινή πραγμάτικότητα
και ‘μεις σε λάθος τραίνο επιβάτες
αναζητούμε την αιωνιότητα.

Αγκιστρωνόμαστε σ’ ανώριμες αγάπες,
σε μια διπλή ζωή όλοι μας προχωρούμε.
Αυτή που μας γεννούν οι αυταπάτες
κι αυτή που αναγκαζόμαστε και ζούμε .

Να μη μπορούμε να πεθάνουμε να μη μπορούμε ούτε να ζούμε.
Να μην υπάρχει τίποτα να κάνουμε,
να μην υπάρχει τίποτα να πούμε.

Κι όσοι ονειρεύονται πεθαίνουνε.
Συνειδητά ή μη αυτοκτονούνε.
Συνέχεια την ευτυχία γυρεύουνε,
μέσα στη δυστυχία ασφυκτιούνε.

Μας σήκωσε ο αέρας της πικρίας
και μας μετέφερε σ’ άλλους καιρούς.
Κι είναι αποτέλεσμα μεγάλης ατυχίας,
που συγκαταλεχθήκαμε στους ζωντανούς

Μέσα σε οργισμένες θάλασσες
να ψάχνεις μια σανίδα να σε σώσει.
Κι ότι αγάπησες να φεύγει ή να το χάλασες.
Να μην υπάρχει τίποτα να σε λυτρώσει.
"Είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει".



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου