Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

Αναφορά στον Φραγκίσκο. Μέρος 7ο. Οι γάτες της ζωής μου. Παράλληλο γάτοι

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΓΑΤΟΙ

Εκτός από τα παραπάνω γατιά, υπήρχαν ακόμα κι άλλοι δυο πάροχοι γάτων στη ζωή μου κι έτσι υπάρχουν και δυο παράλληλες γραμμές γάτων . Θα ξεκινήσω με την σχετικότερη με τους προηγούμενους . Η γιαγιά του Σωτήρη, του γείτονα, είχε μια πετρωτή γάτα, "παλαιϊκιά", πλατιά, με μεγάλο κεφάλι, απαλό τρίχωμα και βραχνό νιαούρισμα. Γεννήθηκε κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ‘70 - τη θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή- και πέθανε το ’96 ή το ’97, μια γάτα - Μαθουσάλας. Σχεδόν νόμιζα ότι δεν θα πεθάνει ποτέ… Όταν η γιαγιά πέθανε, την ημέρεψε η Ολυμπία και την ονόμασε Λίζα. Μέχρι και η Αντώνια, η γυναίκα του Σωτήρη, που δεν είχε πολλά – πολλά με τις γάτες, την σεβότανε και την τάιζε. Όταν η Ολυμπία έφυγε, εγώ συνέχισα να την χαϊδεύω, την τάιζα και καμιά φορά, κι έτσι, μαζί με αυτή, ερχότανε στο σπίτι και τα γατιά που γένναγε.
Ένα από αυτά ήταν ένα γατί που ημέρεψα το ονόμασα Ευλαμπία και μετά το κράτησε ο μπάρμπας μου ο Θανάσης ο οποίος δεν είχε γατί μετά την εκτέλεση του Κολοκοτρώνη από τη γυναίκα του, τη θεια Μαρία. Όλα τα υπόλοιπα γατιά που έχει προέρχονται από τη γάτα αυτή.
Το τελευταίο γατί που γέννησε η Λίζα ήταν μια κοκκινόμαυρη γάτα που, πριν την καθαρίσει η Αντώνια γιατί μπήκε εκεί που είχε απλώσει τον φρέσκο τραχανά και κυλίστηκε επάνω, πρόλαβε και γέννησε τρία γατιά τα οποία, επειδή δεν είχαν μάνα, προσκολλήθηκαν στην Ξένια, τη σκύλα μας. Ήταν ‘95 ή ‘96. Την ίδια εποχή η μάνα μου είχε κρατήσει ένα γατάκι τα Ζόρικής που είχε μεγάλα μάτια σαν κουκουβάγια ή σαν τα πατομπούκαλα που φοράει ο Απόστολος Κακλαμάνης και για αυτό το φώναζε Κακλαμάνη. Έτσι, τα παιδιάτης Αντώνιας δώσανε ανάλογα ονόματα και στα τρία γατάκια. Πάγκαλος , Σημίτης και Βάσω. Από τα τέσσερα αυτά γατιά τελικά επιβίωσε μόνο η Βάσω. Ήταν κατάμαυρή και πολύ χαδιάρα, τόσο που δεν σου έκανε αίσθηση να την χαϊδέψεις. Επειδή είχε πιάσει φιλίες με την Ξένια, ρίζωσε στο δικό μας σπίτι με το έτσι θέλω. Πήγαινε και έτρωγε και δίπλα, αλλά κοιμότανε και γεννούσε σε μας. Πέθανε το 2000.
Τρεις γάτες. Απο αριστερά: Η Ζόρικη μου , η Γάτα και η Βάσω.

Η Βάσω μεταξύ άλλων γέννησε μια γάτα που ακόμα δεν έχει όνομα για αυτό και θα την λέω Γάτα. Αυτή έμεινε σε μας, γιατί εδώ ήταν η μάνα της, και πρακτικά δική μας γάτα είναι, στην αποθήκη μας κοιμάται. Είναι ίδια με τον Πικουλίν και για αυτό αρχικά την πρόσεξα και ασχολήθηκα μαζί της. Είναι μισοήμερη και συνήθως μπορώ να την χαϊδέψω λίγο με τα ακροδάκτυλα.
Έξι μήνες μετά τη γέννηση του Ντάβιντς και την Λουντμίλας, η Γάτα γέννησε δύο γατιά. Ο Θανάσης της Αντώνιας ήθελε να τα πιάσει για να τα δώσει σε κάποιον. Κατάφερε και έπιασε το ένα, αλλά το άλλο του ξέφυγε. Πρόσφατα πληροφορήθηκε ότι χρίστηκε επίσημα γάτος του σπιτιού, τον ταΐζει η μάνα μου δηλαδή. Ακόμα είναι ανώνυμος. Δεν τον έχω ψυχολογήσει ακόμα, αλλά φαίνεται καλόκαρδος γάτος και είναι λίγο πιο προσιτός από τον Ντάβιντς. Ο ίδιος δεν περίμενε να χριστεί γάτος του σπιτιού, για να το θεωρεί σπίτι του. Μαζί με τον Ντάβιντς και τη Λουντμίλα δεν αφήνουν κανένα ξένο γατί να μπει στο σπίτι. Το πνεύμα της Ζόρικής ξαναζεί. Έχει φάτσα που μοιάζει με τον Κολοκοτρώνη, αλλά εκεί σταματάνε οι όποιες ομοιότητες. Είναι άσπρος με μπαλώματα πετρωτά στο κεφάλι και στα πόδια.


Ο δεύτερος παράλληλος δρόμος έχει σχέση με τις γατοπεριπέτειες μου της Αθήνας. Όταν έφυγα από το χωριό, όντας εθισμένος στον ιό της γατοφιλίας, αντιμετώπισα συμπτώματα στερήσεως. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου έτους της σχολής ένας παρεπιδημούντας γάτος γυρνούσε στην αυλή. Έκανα να τον χαϊδέψω και ως εκ θαύματος, αντί να φύγει, μου έδωσε μια κεφαλιά και άρχισε να γουργουρίζει. Προφανώς ήταν πεπτωκότας άγγελος, παρατημένο γατί, γιατί είχε άνεση στην συμβίωση με ανθρώπους. Πότε δεν έμαθα το όνομα του και για να αναφέρομαι σ’ αυτόν τον ονόμασα "Μπάμπης ο Φλου" εν συντομία «Μπάμπης». Ζούσα σε μια παλιά μονοκατοικία και τον έμαθα να μπαίνει μέσα από το παράθυρο της κουζίνας. Για ένα διάστημα κοιμότανε στα πόδια του κρεβατιού μου. Αργότερα όμως τον έδιωξα και κοιμότανε στο καναπεδάκι της κουζίνας για να μην είμαι αναγκασμένος να αφήνω την πόρτα του δωματίου ανοιχτή, ώστε να πηγαινοέρχεται, και παγώνω. Ο Μπάμπης έχει μεγάλο μερίδιο στο γεγονός ότι δεν έχω σήμερα έλκος στομάχου. Μαγείρευα για να μη μένει νηστικός και έπ’ ευκαιρία έτρωγα και εγώ. Το καλοκαίρι που έφυγα για το χωριό τον άφησα μόνο του και το Σεπτέμβριο που γύρισα τον βρήκα να περιμένει στο παράθυρο δίπλα στην πόρτα. Μόλις με είδε τρελάθηκε και άρχισε να νιαουρίζει χωρίς όμως να με αφήνει να τον πλησιάσω, σαν για να με τιμωρήσει που τον παράτησα μόνο του όλο το καλοκαίρι. Δεν ξέρω αν έχετε ακούσει ποτέ γάτο να ρίχνει καντήλια; Είναι το ίδιο σπαραξικάρδιο και εκφοβιστικό με το να ακούσεις γάτο να παραπονιέται. Φανταστείτε και τα δυο μαζί!!! Μου ‘ριξε τέτοια κατσάδα.... Λίγο μετά χαλάρωσε και άρχισε να με ακολουθεί ολόκληρη την υπόλοιπη μέρα. Όταν τις επόμενες μέρες έφευγα να πάω να μπεκρουλιάσω ή, σπάνια αυτό, στη σχολή, πάντα είχε τον φόβο μήπως δεν έρθω. Περάσαμε όλο το χειμώνα μαζί και την άνοιξη είχε ωριμάσει μέσα μου η ιδέα ότι έπρεπε ο Μπάμπης να ακολουθήσει το δρόμο του Βαλεντίνου. Ανησυχούσα μάλιστα για το πώς θα τα πάνε με την Ζόρική. Πριν ακόμα βρω τρόπο να τον πάρω μαζί μου στο χωριό, εξαφανίστηκε. Ήταν μεγάλος και παχύς γάτος, άσπρος με μπαλώματα πετρωτά. Δεν είχα φωτογραφική μηχανή και το μόνο που έχω κρατήσει είναι το νιαούρισμά

του ηχογραφημένο, μια φορά που εκμεταλλεύτηκα την ανεξικακία του, τον τσάκωσα από τον σβέρκο και τον έκανα να νιαουρίσει μπροστά από το κασετόφωνο. Μου έλειψε πολύ όταν πέθανε.

Την άλλη χρονιά εμφανίστηκε μια γάτα, όμοια με τον Μπάμπη αλλά πιο μικρή, που με λίγο κόπο ημέρεψα. Την ονόμασα Βαρβάρα για να πειράξω τον φίλο μου το Στέλιο που του άρεσε η Στρέιζαντ. Τον πείραζα μάλιστα λέγοντας του να πάρει τα καναρίνια του και να έρθει να ακούσουμε Στρέιζαντ μαζί με την Βαρβάρα, ο υπαινιγμός σαφής. Την έμαθα και αυτή να μπαίνει από το παράθυρο της κουζίνας αλλά, επειδή ήταν γάτα, είχα και κάποιες επιπλοκές – έφερνε και τα γατιά της μαζί, τα οποία βέβαια έδιωχνα κάτω από το απορημένο βλέμμα της. Δεν πρόλαβα να αρχίσω να σκέφτομαι να την κουβαλήσω στο χωριό καθώς χάθηκε κι αυτή.
Αποθαρρυμένος από τις περιπτώσεις του Μπάμπη και της Βαρβάρας και γνωρίζοντας ότι ο χρόνος τελειώνει και θα έφευγα από την Αθήνα, αγνόησα την άνοιξή του 1996 τα απεγνωσμένα κελεύσματα ακόμα μιας γάτας να την ημερέψω-μη θέλοντας έμενα να μου λείψει και αύτη να μάθει μια ζωή που δεν θα ξαναζήσει πια, όταν εγώ θα φύγω. Δεν της έδωσα όνομα, δεν την χάιδεψα ποτέ. ούτε την έμαθα να μπαίνει στο σπίτι. Την τάιζα μονάχα και της μίλαγα. Τον Οκτώβριο του 1996 που έφυγα από την Αθήνα για στρατό ήταν υγιέστατη και φρεσκογεννημένη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου