Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Τρεις κωμικές ιστορίες τρόμου: "Το πρώτο μου φάντασμα", "Εκουζουλάθης, σύντεκνε;", "Το σταυροδρόμι"

   Μολονότι κάτι σκάρωνα κατά καιρούς σε στιχάκια, με το πεζό λόγο δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις. Μπορεί να είναι απότοκο της έκθεσης ιδεών και της αηδίας των πανελληνίων. Μια φορά μόνο αποπειράθηκα να γράψω ένα σπονδυλωτό πεζό με τον πομπώδη τίτλο "Θραύσματα και αναμνήσεις από μια χαμένη άνοιξη" το οποίο ξεκινούσε υποτίθεται την πρώτη μέρα της άνοιξης σε μια συναυλιά των Ramones  και τελειώνε με μια καταρρακτώδη βροχή την πρώτη μέρα του καλοκαιριού. Δεν το τελείωσα ποτέ, ούτε ξέρω τι απέγινε. Πάντως, πριν κάποια χρονιά με αφορμή μια εργασία που είχα βάλει σε μαθητές μου, να γράψουν μια ιστορία τρόμου, έκατσα κι έγραψα κι εγώ τρεις ιστοριούλες τρόμου. Κοινό στοιχείο τους είναι το υπομονευτικά κωμικό στοιχείο και το γεγονός ότι ...δεν είναι δικές μου. Η υπόθεση δηλαδή. Τις διασκεύασα διανθισμένες με φανταστικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Το πρώτο μου φάντασμα
   Ήμουν, που λέτε, ένα καλοκαίρι στο χωριό μου, πολλά χρόνια πριν,  και ξαφνικά συνέβη κάτι κι έπρεπε να ανέβω κατεπειγόντως στην Αθήνα. Βούτηξα, λοιπόν, το παλιό Σταρλετάκι του αδερφού μου (ο οποίος νόμιζε ότι του το κλέψανε και στο μεταξύ πήρε τηλέφωνο την Αστυνομία) και ξεκίνησα οδηγώντας  λίγο μετά το όρια της νομιμότητας από τη βιασύνη. Οι στροφές στην Τσακώνα και τη Μεγαλόπολη ήταν δοκιμασία για τα νεύρα μου και καθώς μάλλον με σάρκαζε το σύμπαν ένα κομβόι φορτηγών με καθήλωσε σε ρυθμό σημειωτόν. Οπότε η αργοπορία και η αδημονία ήταν αυτές που πατούσαν το γκάζι μετά, που πέρασα την Τρίπολη και βρήκα δρόμο καλό να τρέξω.    
    Σουρούπωνε αλλά  οι  αχτίνες του ήλιου ακόμα ήταν καυτές και καθώς δεν είχε κλιματισμό το αυτοκίνητο είχα ανοίξει τα παράθυρα.  Το Σταρλετάκι είχε φτάσει στα όρια του και μούγκριζε, μα  με έβγαλε ασπροπρόσωπο. Προσηλωμένος στην οδήγηση και με τέρμα τα γκάζια, όταν αισθάνθηκα το άγγιγμα στο σβέρκο, ασυναίσθητα ακόμα σχεδόν, κοίταξα το καθρέφτη. Και πάγωσα... Κάτι ακαθόριστου σχήματος, λευκό, που θρόιζε και παλλόταν ήτανε πίσω από το κεφάλι μου... Κοκκάλωσα το αμάξι, ευτυχώς κανείς δεν ήταν πίσω μου, έκανα στην άκρη και ...κοίταξα πίσω. Τίποτα.Με σάρκασα λίγο που από την βιασύνη μου - είχα το πρόβλημα μου, θυμάστε?- έβλεπα παραισθήσεις και ξαναξεκίνησα.
       Στην αρχή το είχα και λίγο στο νου μου και έριχνα κλεφτές ματιές στον καθρέφτη. Δεν έγινε τίποτα όμως και γρήγορα ξαναπάτησα το γκάζι, να ξανακερδίσω το χαμένο χρόνο... Και ξαφνικά το ξαναείδα να με πλησιάζει με ταχύτητα, το ίδιο λευκό πράγμα , το ακαθόριστο και το ένοιωσα πάλι στο σβέρκο μου και παραλίγο να μου φύγει το αμάξι από το δρόμο, γιατί με έπιασε κρύος ιδρώτας και πάγωσα και τα χέρια μου δεν με υπάκουαν και σαν απομηχανής θεός βρέθηκε κείνο το πάρκινγκ και μπήκα και σταμάτησα και κοίταξα πίσω... Τίποτα πάλι...
     Ομολογώ ότι είχα αρχίσει να τρομάζω. Δεν είναι ότι πιστεύω στα φαντάσματα, αλλά τι άλλο μπορεί να ήταν, κύριε Σκρούτζ, αυτό το λευκό, αέρινο, παλλόμενο, άμορφο  πράγμα, που μπορούσε να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται όποτε ήθελε? Το ότι είχε αρχίσει να νυχτώνει και -το παραδέχομαι- φοβόμουνα λιγάκι μοναχός μου στην ερημιά, και μάλιστα με ένα φάντασμα παρέα, ήταν ο μόνος λόγος που ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο και ξαναξεκίνησα... Η προηγούμενη βιασύνη μου με είχε εγκαταλείψει... Τώρα βιαζόμουνα, για να τελειώσω μια ώρα αρχύτερα αυτό το εφιαλτικό ταξίδι. Πριν γεμίσουν πάλι οι καθρέφτες μου - εννοείται ότι κρυφοκοίταζα- από αυτό. Δεν ήξερα καν πως να το πω...  Και καθώς ανέπτυσσα  πάλι ταχύτητα,  έτυχε και σήκωσα το χέρι μου να ξύσω το αυτί μου  από νευρικότητα την ώρα ακριβώς που το ' δα  στον καθρέφτη να ξανάρχεται και το άγγιξα...
    Το άγγιξα λέω, και το μυστήριο λύθηκε, όχι γιατί τα φαντάσματα είναι άυλα, αλλά γιατί αυτό που άγγιξα ήταν η επένδυση στον ουρανό του αυτοκινήτου που είχε τρυπήσει κάπου και όταν έτρεχα με μεγάλη ταχύτητα ο αέρας από το ανοιχτό παραθυρό έμπαινε μέσα και τη  φούσκωνε... Περιττό να πούμε πως, αφού πρώτα ανακουφίστηκα, διασκέδασα πάρα πολύ με το γεγονός και  μια  πήγαινα αργά, μια  επιτάχυνα και, όταν έβλεπα στο καθρέφτη το "πρώτο μου φάντασμα", του κάνα: Μποοοοοουουουουουουού! Εννοείται έφτασα με μεγάλη καθυστέρηση στην Αθήνα... Αλλά και τι πειράζει; Αποδείχτηκε τελικά ότι δεν είχα καν λόγο να βιάζομαι...
   
(Η ιστορία που σας λέω είναι αληθινή. Εννοείται, βέβαια, ότι δεν συνέβη σε μένα...  Κάποτε, όταν ήμουν στην ηλικία σας,  το Β' πρόγραμμα της Ε.Ρα. είχε μια εκπομπή με τίτλο "Η πρώτη φορά", στην οποία ακροατές αφηγούνταν την πρώτη φορά που τους συνέβη κάτι. Αυτή ήταν η ιστορία ενός ακροατή με τίτλο "Το πρώτο μου φάντασμα". Τη θυμήθηκα όταν ο Μιχάλης Μπαλ. από το Α2 μου ζήτησε να κάνουμε το κείμενο της Ιορδανίδου και το διάβασα. Είπα να την διασκευάσω γι αυτή την ανάρτηση.... Πλάκα δεν θα ' χει να είναι αναγνώστης μου ο πρωταγωνιστής στην ιστορία και να την διαβάσει, τόσα χρόνια μετά? Θεωρείται, επίσης,  αυτονόητο ότι ως οδηγοί σε καμιά περίπτωση δεν ενεργούμε όπως ο ήρωας της  ιστορίας. )
"Εκουζουλάθης, σύντεκνε;"
   Η παρακάτω ιστορία είναι πραγματική. Συνέβη σ' έναν εξ αγχιστείας ξάδερφό μου, όταν ήταν δόκιμος της Σχολής Χωροφυλακής κάπου στην δεκαετία του '50. Ο ξάδερφος, πέρα από ιδιαίτερα προληπτικός, φοβάται  πολύ τους πεθαμένους. Την λαθράκουσα, όταν ήμουν παιδάκι, να την αφηγείται ο ίδιος στον πατέρα μου ...
   " Ήμουνα, που λες μπάρμπα στη σχολή τση Χωροφυλατσής, τσε μ' είχανε βάλει ψηλά σ' ένα βουνό να φυλάω. Μαύρα μεσάνυχτα. Φτου, φτου, φτου! Στις τρεις θα 'παυα γω τσαι θα ρχότανε ο άλλος. Έκατσα, μπάρμπα, και τήραγα απο δω τσ' απο τσεί, στζαζόμουνα τσε λίγο, μη βγει καμιά λάμια τσαι με πάρει... Εν πέρναγε η ώρα. Κράταγα ένα μπεγλεράτσι, το παιζα, φούμαρα λιγάτσι. Τήραξα κι είδα τσι είχε ένα κλησσάτσι τσει δα δίπλα. Λέω του νου μου,
-"Χάε, Β..., ν' ανάψεις ένα τσεράτσι στον άγιο, να μη σε φάνε οι στρίγγλες μοναχό σου παδά!"
   Φτου, φτου, φτου! Πήγα, μπάρμπα, άναψα το τσεράτσι μου και μετά δεν ξέρω ποίος διάλος με καβάλητσε τσαι πήγα στο ιερό. Ηύρα κάτι κουτιά μέσα, άνοιξα ένα, λέω:
- Τίνα να 'ναι παδά μέσα;
    Κάτι στροτζυλά 'τανε με κάτι τρούπες τσε κάτι μακρουλά σα ραβδία. Άναψα το τσακμάκι μου τσι ήτανε κόκκαλα, μπάρμπα... Πεθαμένοι!!!!! Στην κοκκαλίστρα είχα πάει!!!! Βγήκα όξω και πιλάλαγα σαν μουρλός... Φτου, φτου, φτου! Τσ' από την τρομάρα μου τσαι την πιλάλα μο 'πεσε το πηλίτσιο μου. Τσαι που να πάγαινα χωρίς πηλίτσιο στην αναφορά ταχιά το πρωί;
-Δεν πειράζει, θα στείλω τον άλλο που θα με παύσει, λέω
    Στις τρείς ήρθε ο άλλος, φουμάραμε ένα τσιγαράτσι τσαι του λέω:
- Ε, συνάδελφε! Τσαι δεν πας τσειδά ν' ανάψεις ένα τσεράκι  τσαι να μου φέρεις τσαι μένα το καπελάτσι μου που μο 'πεσε;
- Ήντα λες, μπρε σύντεκνε? Εκουζουλάθης; Έει κοκκάλες μέσα!!!
  Τσ' έμεινα τσειδα,  μπάρμπα, μέχρι το πρωί!!! "
Χοχο! 
Το σταυροδρόμι
  Όταν ήμουνα μικρός, ο πατέρας μου με αποκαλούσε "Ηρακλή" καμαρώνοντας, γεμάτος περηφάνια, που ήμουν παιδί άφοβο και τολμηρό για την ηλικία μου. Εγώ χαιρόμουνα, βέβαια, αλλά αισθανόμουνα ότι τον κοροϊδεύω... Διότι η αλήθεια ήταν- και ντρεπόμουνα και να το πω και που δεν το 'λεγα - πως δεν ήμουνα τελείως ατρόμητος. Φοβόμουνα δυο πράγματα. Το σκοτάδι και τα νεκροταφεία με τους πεθαμένους. Και μπορεί με εκλογικεύσεις ή εξαναγκάζοντας τον εαυτό μου να αντιμετωπίσει τους φόβους του δίνοντας μου ο ίδιος θάρρος ή προσπαθώντας να με φέρω στο φιλότιμο με απειλές και νουθετήσεις, να τον υπερνικούσα τον έναν από τους δύο φόβους κάθε φορά, αλλά στον συνδυασμό δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, σήκωνα τα χέρια ψηλά. Στην κυριολεξία! Κι μετά έπιανα το κεφάλι μου, και μ' έπιανε κρύος ιδρώτας και σύγκρυο, κι έμενα ασάλευτος με μάτια κλειστά. Τίποτα δεν μπορούσε να με κάνει να το ξεπεράσω...
  Το χωριό μου αποτελείται από μια σειρά από μικρά χωριουδάκια. Εγώ έμενα σ' ένα από αυτά, το μικρότερο, κι επειδή ήμουν το μόνο παιδί εκεί, έφευγα για να παίξω στο διπλανό χωριουδάκι που ήταν μεγαλύτερο κι είχε κι άλλα παιδιά...
  Το σπίτι μου ήταν στην άκρη του χωριού μου και για να φτάσω εκεί επιστρέφοντας, έφτανα σ' ένα σταυροδρόμι κι είχα δυο δρόμους. Ο ένας ήταν να συνεχίσω τον δρόμο τον αμαξιτό κάνοντας, όμως, έναν μεγάλο κύκλο γύρω απ' όλο το χωριό και να φτάσω στο σπίτι μου. Ο άλλος ήταν το μονοπάτι του νεκροταφείου που έκοβε εγκάρσια το χωριό και με έβγαζε αμέσως στο σπίτι μου. Την ημέρα ο δρόμος αυτός ήταν χαρά θεού, με τον ήλιο να λάμπει, τα πουλάκια να κελαηδούν, τον αέρα να θροΐζει περνώντας μέσα από τα πυκνά δέντρα και το ρυάκι του χωριού να κελαρύζει παραδίπλα. Αλλά την νύχτα, τα κυπαρίσσια μοιάζαν με απειλητικά δάκτυλα άγνωστων και γιγαντιαίων πλασμάτων, το φως του φεγγαριού ή των κολόνων της Δ.Ε.Η. καθώς μπερδεύεται μέσα στα δέντρα και χάνει το δρόμο του τα κάνει να μοιάζουν με απειλητικές σκιές νεκρών που έτοιμα είναι να σε αρπάξουν, ο αέρας συρρίζει περνώντας μέσα από τα κάγκελα του νεκροταφείου κι οι κοασμοί των βατραχιών μεγενθυμένοι από τον φόβο μου ακούγονταν σαν Λάμιες και ξωτικά. Όταν περνούσα από κει με τους γονείς μου, κρατούσα πάντα το μπατζάκι του πατέρα μου ή τη φούστα της μάνας μου κι όταν καμιά φορά ακουγόταν το πένθιμο και μονότονο κρώξιμο καμιάς κουκουβάγιας, προάγγελο θανάτου τις θεωρούσαμε, τα 'σφιγγα μέσα στο χέρι και ζάρωνα πίσω τους όλος αγωνία. Φρόντιζα λοιπόν, όταν ήμουν μονάχος μου, να παίρνω τον δρόμο του νεκροταφείου μόνο την μέρα. Αλλιώς, παρίστανα τον αθλητή τάχα και έκανα τρέχοντας όοοοοοοοοοοοοοοοοοοολο τον μεγάλο δρόμο, πράγμα βολικό κιόλας, γιατί και στο σκοτάδι είπαμε δεν αισθανόμουν άνετα και τέλειωνε μια ώρα αρχύτερα η δοκιμασία...
  Μια μέρα είχα πάει στο διπλανό χωριό να παίξω κι είχα στον νου μου να γυρίσω στο σπίτι να δω την αγαπημένη μου εκπομπή, "Τα στρουμφάκια", τα παιδικά τα βάζανε πιο αργά τότε. Ξεχάστηκα, όμως, στο παιχνίδι κάτω από τον λαμπρό ήλιο και το θυμήθηκα όταν άρχιζε πια να σουρουπώνει. Έφυγα τρεχάτος, γεμάτος αγωνία, γιατί καταλάβαινα πως δεν θα έφθανα στο χωριό πριν νυχτώσει και θα αναγκαζόμουνα για να μη περάσω από το δρόμο του νεκροταφείου να κάνω όοοοοοοοοοοολο το μεγάλο και μακρινό δρόμο κι όταν θα έφθανα στο σπίτι τα "Στρουμφάκια" θα είχαν τελειώσει. Κι ο φόβος μου αυτός- που ο ίδιος βάραινε το βήμα μου- επαληθεύτηκε κι είχα μονάχα την ελπίδα πως - δεν μπορεί!- κάποιον θα συναντήσω να με περάσει...
  Ξεψυχισμένος και ξέπνοος έφτασα στο σταυροδρόμι κι - ω του θαύματος!!!!- είδα μέσα στο μισοσκόταδο έναν τύπο απροσδιόριστης ηλικίας, ντυμένο στα μαύρα. Ήταν ακουμπισμένος στην αυλόπορτα του νεκροταφείου και κοιτούσε τα χέρια του σαν να' στριβε τσιγάρο. Δεν φοβήθηκα! Είμαστε μικρό χωριό. "Επισκέπτης σε κάνα γείτονα θα 'ναι", λέω, "κι ήρθε ν' ανάψει κάνα κερί".
  Χαρούμενος που δεν θα έκανα όοοοοοοοοοοοοοοοολο το μεγάλο δρόμο, πήρα αποφασιστικά τον δρόμο του νεκροταφείου.
-"Καλησπέρα, μπάρμπα", του λέω θαρρετά!
-"Καλησπέρα, παιδάκι μου."
  Ήμουν τόσο γεμάτος ευγνωμοσύνη που δεν θα χρειαζόταν να κάνω όοοοοοοοοοοοοοολο το μεγάλο δρόμο, που αισθάνθηκα την ανάγκη να του ανοίξω την καρδιά μου και να του πω ευχαριστώ!
-" Να ' σαι καλά που είσαι εδώ. Φχαριστώ!! Ξέρεις, μπάρμπα, τα σκιάζομαι τα νεκροταφεία και τους πεθαμένους κι άμα δεν ήσουνα θα πήγαινα από τον άλλο τον δρόμο", λέω.
-"Μην ανησυχείς, παιδάκι μου. Κι εγώ φοβόμουνα όταν ήμουνα ζωντανός, αλλά τώρα είδα ότι δεν υπάρχει λόγος..."
[Η διασκευασμένη αυτή ιστορία είναι αφιερωμένη στη μνήμη του πατέρα μου ο οποίος συνήθιζε να την αφηγείται υπό μορφή αστείας ιστορίας. Ήταν ένα από τα δυο ανέκδοτα που έλεγε. Το  άλλο ήταν με το μοτοσικλετιστή που φόρεσε το μπουφάν ανάποδα, έπαθε ατύχημα και δήλωσε μετά ο αυτόπτης μάρτυρας που πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες  ότι "ζούσε μέχρι που του γύρισα το κεφάλι στη θέση του"...]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου