Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

"Κορίτσι με τα σβησμένα μάτια" - The Ατάλαντοι

Τέλη δεκαετίας του '80.  Υπήρχε μια αμερικανίδα δρομέας μεγάλων αποστάσεων της οποία το όνομα ποτέ δεν κατάφερα να μάθω, το είχα σημειώσει μάλιστα και  κάπου τότε για αυτό το λόγο, αλλά το έχασα το χαρτί... Την λέγανε Πατρίτσια κάτι , όχι Χάισμιθ που νόμιζα μια εποχή, αυτή ήταν η  συγγραφέας του κύριου Ριπλέι... Ή Πάμελα κάτι . Ποτέ δεν κατάφερε να κάνει κάτι, ούτε σε meeting ούτε σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα, κι αν την θυμάμαι ήταν για  τα κοτσίδια  της,  που τινάζονταν συνέχεια   πέρα δώθε και, καθώς εμφανίζονταν  και χάνονταν την ώρα που έτρεχαν  όλες οι αθλήτριες η μια πίσω από την άλλη , μου φαίνονταν μια γοητευτική ανορθογραφία, ένα κλείσιμο του ματιού από το χάος, την ανομοιομορφία  και την αταξία...  Μια αίσθηση σαν αυτή που περιγράφει καλύτερα και καθαρότερα  ένας στίχος του Αγγελάκα που διάβασα αργότερα, αυτός  για τους κακομαθημένους κομήτες που αναστατώνουν το νόμιμο σύμπαν με τις αστείες ουρές τους ...
Έτσι την έβαλα  σ' ένα ποιήμα:

              Αυτοκράτορα της ημικρανίας,
κατέβα στην ηδονή της αποκαθήλωσης,
ακολούθησε τα χνάρια ενός αόρατου φαντάσματος,
νιώσε τη χαρά ενός αδύνατου θριάμβου.
Κορίτσι με τις μακριές πλεξούδες,
εκτινάξου προς το νήμα του τερματισμού,
πέρα, στο δικό σου μεταίχμιο.
 (Εμ, δεν ξέρω τι ήθελε να πει ο ...ποιητής. :P )

Και κάπως, δεν ξέρω πως συνέβη αυτή τη εξέλιξη, από τη συγκεκριμένη γυναικεία μορφή μου προέκυψε μια  περισσότερο αρχετυπική γυναικεία φιγούρα  αργότερα, ένα "Κορίτσι με τα σβησμένα μάτια"... Αργότερα που φτιάχναμε τραγούδια, προσπάθησα ανεπιτυχώς να την τιθασεύσω και να γράψω ένα τραγούδι για αυτή... Πλήν όμως το παλιοκόριτσο αρνιόταν να χυθει σε μια συγκεκριμένη φόρμα  κουπλέ- ρεφραίν- κουπλέ ... Η απαγγελία του Ηλία που θα ακούσετε, επενδυμένη από ένα μπλούζ αυτοσχεδιασμό που στην πρόβα ήταν καλύτερος,  δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσπάθεια μου να κάνω κάτι μ΄αυτό το επικίνδυνο θηλυκό, να ξεμπερδέψω,  ώστε να με πάψει να με στοιχειώνει...




ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΣΒΗΣΜΕΝΑ ΜΑΤΙΑ…


Κορίτσι με τα σβησμένα μάτια,
που να ξοδεύεσαι άραγε απόψε…
 Ποιοι τάχα αγέρες  κυβερνάν την απουσία σου…
Σε ποιους χειμώνες  εξουσιάζονται οι αισθήσεις σου...
Μαρμαρωμένα αισθήματα, κορίτσι, βγήκαν για ώτο-στοπ στην Εθνική.
Άδεια μπουκάλια μπύρα, πεταμένα, προσκυνάνε αιμοβόρους θεούς
και το φεγγάρι κρέμεται σαν πύο πάνω από τούτη τη πληγή της απουσίας.
Χαλίκια,χάσματα,  χαλάσματα τα λόγια
 κόλλησαν στο λαιμό μου και μ’ έπνιξαν, κορίτσι…


               Τώρα ο θάνατος τριγυρνάει στη πόλη μες στις μαύρες μπότες του.
Και ποια καταιγίδα θα ξεπλύνει πια τις ντροπές μας,
τώρα που καθάρισε ο ουρανός
και χάθηκαν τα σβησμένα σου μάτια;


Υ.Γ. : Κύριε Σωτηρακόπουλε, αν τυχόν με διαβάζετε, πως την λέγαν την αθλήτρια? Έχω σπάσει το κεφάλι μου... 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου