Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Μια εποχή στην κόλαση - Αρθούρ Ρεμπώ

   "Αν θυμάμαι καλά, κάποτε ήταν η ζωή μου έκπαγλη γιορτή...". Σας λέει τίποτα αυτή η φράση; Εγώ μέχρι και γυνάικα έριξα μ' αυτή!!! Μιλούσαμε στο τηλέφωνο, "κάποτε, αν θυμάμαι καλά..." είπε για κάτι άσχετο και μετά θυμήθηκε το στίχο κι έκανε παύση.  "...ηταν η ζωή μου έκπαγλη γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές κι όλα τα κρασιά κυλούσαν", συνέχισα εγώ το ποίημα και μ' ερωτεύτηκε . Δεν θα τις καταλάβω ποτέ τις γυναίκες! Τέλος πάντων, το πως μαζί της "πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου και την βρήκα πικρή... " δεν είναι το θέμα της ανάρτησης.
Ήμουν ξετρελαμένος από τη χαρά μου όταν κυκλοφόρησε  "Η εποχή των δολοφόνων" του Νίκου Γραμματικού. Εννοείται όχι για την ταινία... Για την "Έποχή στην κόλαση". Το αγαπημένο μου συγκρότημα, οι Τρύπες,  μελοποιούσε το αγαπημένο ποίημα, την "Εποχή...", του αγαπημένου μου ποιητή, του Ρεμπω ντε... 
    Και λίγο γιατί ήθελα να νοιώσω λίγο παραπάνω, λίγο πιο παρατεταμένα την χαρά μου, λίγο για να αισθανθώ πως κι εγώ μετείχα κάπως σ' αυτό, λίγο γιατί οι "Τρύπες" δεν είχαν ασχοληθεί με όλο το ποιήμα. έκατσα και σκάρωσω τη δική μου απαγγελία της "Εποχής στη κόλαση"... Ίσως ο Ρεμπώ να είχε τίποτα αντιρρήσεις, αλλα, για να σας πω την αλήθεια, ποιος τον ρώτησε ... Εδώ δεν έλαβα υπόψιν τις δικές μου... Καθότι μάλλον θα το έκανα αλλιώς αργότερα, σήμερα,αύριο, λιγοτέρο ουδέτερο ή αποστασιοποιημένο... Αλλά, κανείς δεν θα μάθει πώς, καθώς δεν θα το κάνω... Άρα αυτό έχουμε μόνο...  ( Ναι, είναι η γνωστή φλυαρία, για να μην μείνει ξεκρέμαστη η φωτογραφία...)


Αν θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη
γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές και όλα τα
κρασιά κυλούσαν.
Μια νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη δικαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ω Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα
διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβύσω από το λογικό μου κάθε
ελπίδα ανθρώπινη.

Μ’ ύπουλο σάλτο, χύμηξα σα θηρίο πάνω σ’ όλες
  τιςχαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας,
τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ
στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρέλλα.
Κι’ η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλιο
του ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πριν τα τινάξω για καλά,
λέω ν’ αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμποσίου
μήπως βρω ξανά την όρεξή μου.
  Το κλειδί αυτό είν’ η συμπόνοια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
«Θα μείνεις ύαινα…». ολολύζει ο διάβολος :
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
«Φτάσε στο θάνατο μ’ όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου,
τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα !» 
Αχ ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.
Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σας, τους εραστές της απουσίας του
περιγραφικού ή διδακτικού ύφους σ’ έναν συγγραφέα,
για σάς αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες από
το σημειωματάριο ενός κολασμένου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου