Πώς ο Οδυσσέας έλεγε πως του αρκεί να δει καπνός να βγαίνει από την καμινάδα του σπιτιού του για να νοιώσει πως επέστρεψε? Έτσι, με το που στρίβεις την λεγόμενη "Στροφή του Σβολέα", λίγο μετα τα όρια Προσηλίου -Σταυροπηγίου, και βλέπεις τα "Τρία Κουτρουμπελάκια", αρχίζουν και μυρίζουν
Τσέρια. Τα Τρία Κουτρουμπελάκια είναι μια σειρά χαμηλών βουνοκορφών του Ταϋγέτου, απέναντι από τα Τσέρια και μετά το φαραγγι του Βιρού, τοποθετημένα σε διάταξη αστερισμού, φαίνεται δηλαδή ότι είναι συνεχόμενα στην ίδια ευθεία, αλλά στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μόνο τα τα δυο πρώτα, και, σαν τους Τρεις σωματοφύλακες, είναι τέσσερα, είναι δε ο Ντ 'Αρτανιάν η ανατολικότερη μακρουλή και λίγο επικλινής κορυφή κι ίσως για αυτό να παραλήφθηκε στην αρίθμηση ή ίσως γιατί την ονομασία την έφερε η μάνα σου, που είναι από τα Γιατρέικα κι εκεί δεν φαίνεται. Τα Τρία Κουτρουμπελάκια (κουτρούμπελα στην Μάνη ονομάζουν τις πρόχειρες στήλες από πετρες που με σημαδεύουν σε διάφορες περσιτάστεις τα χωράφια, δηλώνοντας ιδιοκτησία, ψεκασμένο χωράφι, παραχωρημένο βοσκοτόπι κ.α.) στέκονται εμβληματικά πάνω από τους νοτιότερους οικισμούς των Τσερίων (στα Πέρα Τσέρια δεν θυμάσαι αν φαίνονται, όλα τουλάχιστον) και ειδικότερα τα Κοψολεμέικα, το δικό σου χωριό, επίσημα ονομασμένο ως Καταφύγιο, τόσο εμβληματικά που ο αδερφός σου αφηγείται πως σοκαρίστηκε παιδάκι, όταν κάποτε ταξίδεψε στην Καλαμάτα κι ανακάλυψε ότι δεν φαινόνταν. Ως κουτρούμπελα σηματοδοτούσαν το όρια του μικρού σου κόσμου, μαζί με την Μεγάλη Μύτη, το ακρωτηριάκι που χωρίζει τον όρμο της Καρδαμύλης από τον όρμο των Κιτριών και τον Μεσσηνιακό κόλπο (Τα όρια του μεγάλου κόσμου σου τα καθόριζε η κορφή του Ταυγέτου, ορατή λίγο πιο μακριά από το χωριό, και το ακρωτήριο Ακρίτας (η Κορώνη συνεκδοχικά) και το νησάκι των Οινουσών Βενέτικο, Πινακουλάκι (= μικρή σκάφη) στα Τσεριώτικα, λόγω του σχήματος του..) Μπορεί, νοιώθεις, να φαίνεται λίγο φλύαρη η παρέκβαση αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να περιγράψεις χωρίς συναισθηματολογίες το είδος εκείνο της συγκίνησης που αισθάνεσαι παίρνοντας τη στροφή και βλέποντας τα Τρία -πραγματικά πια -Κουτρουμπελάκια - σηματώρούς να λειτουργούν όπως εκείνες οι επισημάνσεις - βελάκια σε κάτι χάρτες στις πλατείες μερικών πόλεων. "Βρίσκεσαι εδώ". Επειτά από λίγο, μετα μια επόμενη στροφή, βλέπεις τα Πάνω Τσέρια να εμφανίζονται ψηλά στο βουνό κι η οικειότητα γίνεται ακόμα μεγαλύτερη στην "Ένωση" στα Λιασίνοβα (Προσήλιο). Βλέπεις την πινακίδα:" Προσήλιο. Τσερια 5". Τώρα σωστά, παλιότερα τραμπαλιζόταν η χιλιομετρική απόσταση ανάμεσα στα δυο χωριά, προκαλώντας σύγχυση στους αγνοούντες. Εκεί που ενώνονται οι δρόμοι, εκεί ήταν που χρόνια πολλά περίμενες, και από τις δυο πλευρές του δρόμου, τα λεωφορεία που σε πηγαίναν στο σχολείο, στην Καλαμάτα, στην πενθήμερη, στο στρατόπεδο, στην Αθήνα, στην Ρόδο, στην κηδεία του φίλου σου, στον γάμο του συμμαθητή σου, στη γυναίκα που ερωτεύτηκες, παντού... Μετά διασχίζεις τα Λιασίνοβα, προσεχτικά να μην τρακάρεις στα στενά δρομάκια, νοιώθοντας πως είσαι στην Γευγελή, ένα συνοριακό φυλάκιο ανάμεσα στο οικείο, που δεν φοβάσαι πια γιατί γνωρίζεις πως δεν κινδυνεύεις πλέον να σε εγκλωβίσει, και στο οικειοποιημένο, οικειοποιημένο μετά από τα δυο χρόνια που πήγαινες σχολείο και διέσχιζες μετά τα δρομάκια του σπρώχνοντας την ώρα μέχρι να έρθει το λεωφορείο της γραμμής, πολύ μετά, για να σε πάει στο σπίτι. 'Έπειτα περνάς μπροστά από το σχολείο, που πήγες για δυο χρόνια και δεν το αισθάνθηκες ποτέ δικό σου, κι όμως του ρίχνεις μια κρυφή ματιά - κλεισμένο, εγκαταλελειμμένο, σκυθρωπό, μα μ' ένα κομμάτι από σένα παιδί να κρυφοπαίζει σκανταλιάρικα μέσα στις σκοτεινές πια αίθουσες. Λίγο μετά βλέπεις την οδική πινακίδα που διαγράφει το Προσήλιο, ακριβώς εκεί που τελειώνει το τσιμέντο και ξαναρχίζει η άσφαλτος κι από και κει και πέρα πια, όλοι οι δρόμοι οδηγούν στα Τσέρια, ο ένας δηλαδή και κακοφτιαγμένος και τον παίρνεις οδηγώντας αργά, αλλά πολύ πιο γρήγορα από τότε που τον ανέβαινες με τα πόδια παιδάκι, γιατί γύρναγες από το σχολείο και δεν είχες μέσο να σε γυρίσει σπίτι, και πιο μεγάλος, γιατί σου λείπανε τα φράγκα να πάρεις το ταξί, κι ακόμα πιο μεγάλος, γιατί σου περίσσευε ενέργεια και δεν ήξερες πού να την ξοδέψεις. Ανάβεις τσιγάρο και ψιθυρίζεις μέσα από τα δόντια σου τα ονόματα από τα μέρη που περνάς, ήχοι ιδιαίτεροι, μυστηριακοι σχεδόν, σαν φθαρμένο ξόρκι αρχαίας, χαμένης θρησκείας: Καταλάγκαδο, Μπρέγονιο, Ύσβαρη (που πάντα θεωρούσες το μέσο της διαδρομής και καθόσουν για να πάρεις μια ανάσα κάτω από τον πλάτανο, να φας μια μπανάνα από το κολατσιό που σου είχε βάλει η μάνα σου ή να κάνεις ένα τσιγάρο αργότερα, κι έβρισκες πάντα άδικο ωστόσο που ,πάντα διψασμένος, το χειμώνα έτρεχε και η υπερχείλιση και το ποταμάκι και το καλοκαίρι τίποτα...), Παναγία, Λεφτίνι, Λινά (που κάποτε ο πατέρας σου είχε μελίσσια και σε παίρνανε μαζί τα καλοκαίρια, κι εσύ ξόδευες την ώρα σου κοιτώντας τα αυτοκίνητα που περνούσαν με τά άλλα παιδάκια που πηγαίναν για μπάνιο και διαολιζόσουνα, αλλά δεν μπορούσες να καταλάβεις γιατί, εφόσον εσένα δε σου άρεσε καν η θάλασσα), Καρκαντέρη (που παρακολούθησες κάποτε μια μαζική σφαγή ζώων και φρίκαρες), Σκάλα (εκεί που περίμενες κάθε πρωι στις εξίμιση επί δυο χρόνια το λεωφορείο, αφού είχες περπατήσει με βροχές, χιόνια και κρύα όλο το δρόμο από το χωριό σου τρέχοντας πάντα στην ανηφόρα μη χάσεις το λεωφορείο κι ήσουν κάθε μέρα σίγουρος ότι θα το χάσεις κι ακόμα σε ταλαιπωρεί αυτό το άγχος του ταξιδιού κι ας μην έχεις χάσει ποτέ λεωφορείο, κι εκεί που σε άφηνε στις τρισίμιση κάθε μέρα το ίδιο λεωφορείο κι έτρεχε τις Δευτέρες να προλάβεις να ακούσεις στο ραδιόφωνο το τέλος της εκπομπής "3:05 ώρα για σπορ" ).
Αυτό το δρόμο βγάζεις φλας για να πάρεις και τώρα, και κατεβαίνεις την ίδια κατηφορίτσα που έβλεπες τα φώτα του πατέρα σου όταν ερχότανε τη νύχτα να βουτάνε, να αιωρούνται ελάχιστα για μια στιγμή κι ύστερα σταθερά να κατηφορίζουν, όπως κατηφορίζεις κι εσύ τώρα, για να παρκάρει εκεί που τώρα θα παρκάρεις εσύ, που για την ώρα κατεβαίνεις προσεκτικά συνεχίζοντας να μουρμουρίζεις τα ονόματα των τόπων που περνάς, Αμυγδαλεώνας, Πέρα Κάμπος, Λαγκατσέικο, Λαγκαδάκι.
Έφτασες... Δεν ήσουν μόνος αυτή τη φορά...
Το βίντεο που προηγήθηκε περιέχει πλάνα από δυο ταξίδια που κάναμε το Πάσχα με τη gia_des, η οποία είναι και ο εικονολήπτης, σε αυτή τη διαδρομή. Από την έξοδο του Προσηλίου μέχρι το Λαγκαδάκι και τα Κοψολεμέικα. Το τραγούδι που συνοδεύει το βίντεο είναι το ονειρικό, ατμοσφαιρικό και ταξιδιάρικο "Night ride in Caucasus" της Λορίνα ΜακΚένιτ... Ελπίζω να σας άρεσε!!!
Τα Τρία Κουτρουμπελάκια (που είναι τέσσερα) |
Αυτό το δρόμο βγάζεις φλας για να πάρεις και τώρα, και κατεβαίνεις την ίδια κατηφορίτσα που έβλεπες τα φώτα του πατέρα σου όταν ερχότανε τη νύχτα να βουτάνε, να αιωρούνται ελάχιστα για μια στιγμή κι ύστερα σταθερά να κατηφορίζουν, όπως κατηφορίζεις κι εσύ τώρα, για να παρκάρει εκεί που τώρα θα παρκάρεις εσύ, που για την ώρα κατεβαίνεις προσεκτικά συνεχίζοντας να μουρμουρίζεις τα ονόματα των τόπων που περνάς, Αμυγδαλεώνας, Πέρα Κάμπος, Λαγκατσέικο, Λαγκαδάκι.
Έφτασες... Δεν ήσουν μόνος αυτή τη φορά...
Το βίντεο που προηγήθηκε περιέχει πλάνα από δυο ταξίδια που κάναμε το Πάσχα με τη gia_des, η οποία είναι και ο εικονολήπτης, σε αυτή τη διαδρομή. Από την έξοδο του Προσηλίου μέχρι το Λαγκαδάκι και τα Κοψολεμέικα. Το τραγούδι που συνοδεύει το βίντεο είναι το ονειρικό, ατμοσφαιρικό και ταξιδιάρικο "Night ride in Caucasus" της Λορίνα ΜακΚένιτ... Ελπίζω να σας άρεσε!!!
Η διαδρομή και από ψηλά... |