Ο Διονύσης Σαββόπουλος γράφει στίχους και μουσική στο τραγουδί "Η θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη " και αποτίει φόρο τιμής στον παραγνωρισμένο ποιητή Νίκο Αλέξη Ασλάνογλου που πέθανε ξεχασμένος ("τους καταγγέλω τους καριόληδες", έλεγε την ίδια εποχή στις συναυλίες του ο Χάρης Κατσιμίχας, "που κανείς δεν βγήκε να πεί τίποτα για αυτόν κι όλοι ασχολούνται με το ποιος τον έδωσε, ποιος τον πήρε, που τον έδωσε, πως τον πήρε") κάποιον Αύγουστο στα μέσα των '90'ς αλλά και στο φίλο του Άλκη, που πέθανε απροσδόκητα στην πρώιμη νιότη του, περιγράφοντας, παράλληλα, την μετεμφυλιακή προδικτατορική Ελλάδα στην οποία, όπως θα δείτε, ενυπάρχει η νοσηρότητα που καθορίζει και την σημερινή.
Πολλά χρόνια αργότερα....
Μια νύχτα (δεν "πήρα την ομορφιά στα γονατά μου και τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα" αλλά ) ο Ηλίας πήρε την κιθάρα του κι εγώ ενα βιβλίο με τους στίχους του κομματιού και έτσι προέκυψε αυτή η διασκευή, ας πούμε, του τραγουδιού. Σημειωτέον πως δεν το είχαμε ξαναματακαταπιάσει το τραγουδάκι, είναι πρώτη (και τελευταία) προσπάθεια. Δεν θυμάμαι καν, αν γνωρίζαμε ότι ηχογραφούμασταν...( Η διασκευή αλά Πουλικάκος ακόμα εκκρεμεί...)
Τη νύχτα αυτή η αστυνομία
μάζεψε τους αλήτες απ'το πάρκο
πλάκωσε το εκατό κι ακουγόταν μέχρι εδώ η σειρήνα
φύγε - φύγε όσο έμεινε καιρός
γιατί η νύχτα στο κρατητήριο είναι κρύα
πως βαστιέται τέτοιος εξευτελισμός
και το στόμα σου φαρμάκι απ' τα τσιγάρα
το πρωί στο λεωφορείο στριμωχτός
μια διαδήλωση κοιτάς πίσω απ' τα τζάμια.
Από όλα τα τραγούδια αγαπούσα πιο πολύ τα λαϊκά
η ζωή μου έχει αλλάξει κι έτσι τώρα δεν με ζαχαρώνουν πια
Το κλειδί βάζω στην πόρτα για να μπω
το δωμάτιο είναι κρύο και στενό
όταν πέφτει το βραδάκι τι να πω
σε θυμάμαι με το πράσινο παλτό.
Όταν πέφτει το σκοτάδι
στα υπόγεια τα ρεύματα βουίζουν
την αλήθεια ποιος θα μάθει
ένορκοι πληρωμένοι θα με κρίνουν
Η ζωή μου έχει γεμίσει μυστικά,
στους διαδρόμους ψευδομάρτυρες καπνίζουν
και οι φίλοι με κερνούν ναρκωτικά
και το κόμμα με τραβάει απ' το μανίκι.
Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
Αλέξη πες μου,Αλέξη πες μου αν με θυμάσαι
το καλοκαίρι έχει τελειώσει
από καιρό έχει τελειώσει τι ζητάς
στην παραλία τα καφενεία είναι κλειστά
κι η θάλασσα βρώμικη και σάπια
Μην κοιτάς τους στρατιώτες
στα δημόσια ουρητήρια σοβαροί
μου θυμίζουν επεμβάσεις
μου θυμίζουν δυσκολίες γιώτα -χι
την θυμάμαι ένα κάμπο να διαβαίνει
στο ασανσέρ όλο φοβότανε να μπει
η συννεφούλα μου κερδίζει το παιχνίδι
τώρα στα χέρια της κρατάει το ψαλίδι
κι έτσι είναι περισσότερο ορφανή
Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
Αλέξη πες μου με τι λόγια να στο πω
τα ορφανά μου που κρυώνουνε
μου κάνουνε βαρύ εκβιασμό
που ακούστηκε ο Άλκης να πεθαίνει,
όλη νύχτα ψήνονταν στον πυρετό
στο διάδρομο είχα δει ένα νεκρό
οι γιατροί δεν μας δίνουν σημασία
βιαστικά μας κουβαλούν στα χειρουργεία
Η μποτίλια έχει αδειάσει
του μπάρμπα - Αλέξανδρου η μποτίλια έχει αδειάσει
κι απ' το πάρκο μέχρι εδώ
η σειρήνα του εκατό
ακούς - ουρλιάζε
το δωμάτιο είναι κρύο και στενό
κι ο Τσιτσάνης μ' ένα -γιάλα με προγκάρει
αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά
δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να την ψάξεις
αλλά εσύ που μ' αγαπούσες μια φορά
όπως πριν
έτσι και τώρα
θα με νιώσεις.
Πολλά χρόνια αργότερα....
Μια νύχτα (δεν "πήρα την ομορφιά στα γονατά μου και τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα" αλλά ) ο Ηλίας πήρε την κιθάρα του κι εγώ ενα βιβλίο με τους στίχους του κομματιού και έτσι προέκυψε αυτή η διασκευή, ας πούμε, του τραγουδιού. Σημειωτέον πως δεν το είχαμε ξαναματακαταπιάσει το τραγουδάκι, είναι πρώτη (και τελευταία) προσπάθεια. Δεν θυμάμαι καν, αν γνωρίζαμε ότι ηχογραφούμασταν...( Η διασκευή αλά Πουλικάκος ακόμα εκκρεμεί...)
Τη νύχτα αυτή η αστυνομία
μάζεψε τους αλήτες απ'το πάρκο
πλάκωσε το εκατό κι ακουγόταν μέχρι εδώ η σειρήνα
φύγε - φύγε όσο έμεινε καιρός
γιατί η νύχτα στο κρατητήριο είναι κρύα
πως βαστιέται τέτοιος εξευτελισμός
και το στόμα σου φαρμάκι απ' τα τσιγάρα
το πρωί στο λεωφορείο στριμωχτός
μια διαδήλωση κοιτάς πίσω απ' τα τζάμια.
Από όλα τα τραγούδια αγαπούσα πιο πολύ τα λαϊκά
η ζωή μου έχει αλλάξει κι έτσι τώρα δεν με ζαχαρώνουν πια
Το κλειδί βάζω στην πόρτα για να μπω
το δωμάτιο είναι κρύο και στενό
όταν πέφτει το βραδάκι τι να πω
σε θυμάμαι με το πράσινο παλτό.
Όταν πέφτει το σκοτάδι
στα υπόγεια τα ρεύματα βουίζουν
την αλήθεια ποιος θα μάθει
ένορκοι πληρωμένοι θα με κρίνουν
Η ζωή μου έχει γεμίσει μυστικά,
στους διαδρόμους ψευδομάρτυρες καπνίζουν
και οι φίλοι με κερνούν ναρκωτικά
και το κόμμα με τραβάει απ' το μανίκι.
Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
Αλέξη πες μου,Αλέξη πες μου αν με θυμάσαι
το καλοκαίρι έχει τελειώσει
από καιρό έχει τελειώσει τι ζητάς
στην παραλία τα καφενεία είναι κλειστά
κι η θάλασσα βρώμικη και σάπια
τρομαγμένοι φεύγουν απ' τη Γερμανία
την καρδιά μου στους σταθμούς την τυραννώ.Μην κοιτάς τους στρατιώτες
στα δημόσια ουρητήρια σοβαροί
μου θυμίζουν επεμβάσεις
μου θυμίζουν δυσκολίες γιώτα -χι
την θυμάμαι ένα κάμπο να διαβαίνει
στο ασανσέρ όλο φοβότανε να μπει
η συννεφούλα μου κερδίζει το παιχνίδι
τώρα στα χέρια της κρατάει το ψαλίδι
κι έτσι είναι περισσότερο ορφανή
Κι έτσι εδώ σε ξαναβρίσκω
Αλέξη πες μου με τι λόγια να στο πω
τα ορφανά μου που κρυώνουνε
μου κάνουνε βαρύ εκβιασμό
που ακούστηκε ο Άλκης να πεθαίνει,
όλη νύχτα ψήνονταν στον πυρετό
στο διάδρομο είχα δει ένα νεκρό
οι γιατροί δεν μας δίνουν σημασία
βιαστικά μας κουβαλούν στα χειρουργεία
Η μποτίλια έχει αδειάσει
του μπάρμπα - Αλέξανδρου η μποτίλια έχει αδειάσει
κι απ' το πάρκο μέχρι εδώ
η σειρήνα του εκατό
ακούς - ουρλιάζε
το δωμάτιο είναι κρύο και στενό
κι ο Τσιτσάνης μ' ένα -γιάλα με προγκάρει
αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά
δεν υπάρχει ούτε μια λέξη να την ψάξεις
αλλά εσύ που μ' αγαπούσες μια φορά
όπως πριν
έτσι και τώρα
θα με νιώσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου