Σελίδες

Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Μέθανα. Σαν ηφαίστειο που ξυπνά...

Τα Μέθανα είναι το βασίλειο των αντιφάσεων... 
Ενώ ας πούμε είναι γεωγραφικά στην Πελοπόννησο, ανήκει διοικητικά (αναίτια κατά την γνώμη μου) στον Πειραιά.
Το καραβάκι κι ο Πετροκάραβος
Είναι ένα μέρος τόσο κοντά και τόσο μακριά ταυτόχρονα. 70 χιλιόμετρα από το Ναύπλιο και την Κόρινθο και δυόμιση ώρες από τον Πειραιά. Όμως  οι δρόμοι είναι άθλιοι και καράβι πια σχεδον δεν έχει...
Ενώνεται με την στεριά μέσω ενός ιδιαίτερα στενού ισθμού κι όμως έχει νησιωτική ατμόσφαιρα και μοιάζει κιόλας με νησί όταν το βλέπεις από μακριά και η ομίχλη σκεπάζει το ισθμό που λέγαμε...
Δεν είναι νησί...
Είναι παραθαλάσσιο και ορεινό μαζί καθώς οι πλαγιές των λόφων ξεκινάνε ήδη σχεδόν από την θάλασσα...
Είδα τις ομορφότερες ανατολές της ζωής μου, αλλά μου λείψανε πολύ οι δύσεις...
'Οταν χαράζει...
Σε υποδέχεται μπαίνοντας στην λουτρόπολη η μπόχα από την λίμνη που της έδωσε το πρώτο όνομα (Βρωμόλιμνη), μετά όμως έρχεσαι αντιμέτωπος με ένα σπάνιας ομορφιάς τοπίο στο οποίο κυριαρχεί η αντίθεση μεταξύ του πράσινου της τυπικής ελληνικής χλωρίδας και του κόκκινου των ηφαιστειακών πετρωμάτων. Όλα αυτά με τη συνοδεία  του γαλάζιου της πανταχού παρούσας θάλασσας...

Στις αρχές του 20 αιώνα ήταν η Μύκονος της εποχής... Σήμερα μονάχα ηλικιωμένοι σουλατσάρουν πριν πάρουν τα ιαματικά λουτρά τους...
Όμως δεν  έχω ξαναδεί  - εννοείται πλην του Αρχαγγέλου- άλλους ανθρώπους, και δη νέους,να αγαπούν τόσο πολύ τον τόπο τους...

Κι έχει και μερικά από τα καλύτερα παιδιά που γνώρισα ποτέ.
Για αυτό κι ο τίτλος "Σαν ηφαίστειο που ξυπνά", κι όχι για το σχετικό ηφαίστειο.
Μέσα στο ηφαίστειο
Ούτε βέβαια- αν ήταν έτσι θα προτιμούσα "το πατέρα μου , τον Μπάτη"- από την Μεθανίτισσα Λίνα Νικολακοπούλου,  στιχουργό του τραγουδιού που συνοδεύει το βίντεο που έκανα με φωτογραφίες από τα Μέθανα ως φόρο τιμής, δώρο αποχαιρετισμού κι ευχαριστώ για τον όμορφο χρόνο που πέρασα...

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Η μπαλάντα του ξυραφιού - Ένα σπλάτερ, μελοδραματικό, δήθεν τραγουδάκι

Συνηθίζω κάθε χρόνο το  Σεπτέμβρη να εγακινιάζω τις αναρτήσεις μου με διάφορα περίπλοκα και πολυποίκιλα που έχω κάνει το καλοκαίρι... Αυτό το καλοκαίρι όμως δεν είχε τέτοια, καθότι παντρευόμουνα, οπότε η αρχή δεν θα είναι εντυπωσιακή, ένα τραγουδάκι -κατά τα γνωστά - θα ανεβάσω - απόπειρα τραγουδακίου, καλύτερα-  κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού εφόσον έχει  τίτλο η "Μπαλάντα του ξυραφιού"...
  Το τραγούδι αυτό
είναι το αποτέλεσμα ενός - ας το πούμε- στοιχήματος με το Νάσο, την εποχή που με φιλοξενούσαν αυτός και ο Ηλίας, κι ήταν ένα είδος ενδιαφέροντος πειράματος για μένα γιατί δοκίμασα τεχνικές που δεν είχα χρησιμοποιήσει άλλη φορά - και στο στίχο, και στη μουσική, και στο τραγούδι-  κι ούτε θα ξαναχρησιμοποιούσα- άλλο που δεν πέτυχαν... Το έγραψα μιμούμενος το μελοδραματικό στυλ του τραγουδιού των Motorpsycho "Stalemate" - το οποίο, μετά την διαφήμιση του Str8 στο οποίο ήταν μουσική επένδυση, είχε ξαναγίνει ακόμα μια φορά επιτυχία επειδή είχε συμπεριληφθεί σε μια συλλογή του Παπασπυρόπουλου- μπολιασμένο με στοιχεία από το ύφος της  crooner  εκδοχής του Νικ Κέηβ και την σπαρακτικότητα των "Διάφανων Κρίνων".. Το τραγούδι ήταν μια δοκιμασία για τις περιορισμένες και εντελώς αυτοδίδακτες φωνητικές μου χορδές με τις αυξομειώσεις στην ένταση της φωνής και το υβρίδιο  αφήγησης- τραγουδιού που προσπάθησα να πετύχω, κι ας πούμε ότι δεν ήτανε έξυπνη ιδέα ή μάλλον δεν βγήκε τον να ξεκινάω από μινόρε και να τελειώνω σε ματζόρε στην ίδια τονικότητα,  Νομίζω ότι κάπου υπάρχουν πιο πετυχημένες εκτελεστικά ηχογραφήσεις, αλλά ποιος κάθεται τώρα να ψάχνει σε παλιές κασσέτες... Επιπλέον, κάποια στιγμή οι στίχοι είναι αλλού νταλλού. Οι "σωστοί" είναι αυτοί που γράφω απο κάτω...


Η μπαλάντα του ξυραφιού

Χάθηκες, δεν άντεξες...
Πήγαν αλλού τα βήματά σου,
μακριά απ'τις μέρες που θα 'ρχοτανε.
Χάθηκες... Χάθηκες!

Λύωσανε, τελειώσανε
οι ώρες που μυρίζανε αγάπη
κι είν' τα σεντόνια τώρα καθαρά. 
Χάθηκες! Έφυγες...

Έφυγες, δεν έμεινες,
με τις βαλίτσες ματωμένες
απ' τα κομμάτια που είχα γίνει.
              Έφυγες, Θεέ μου, έφυγες. 
Έμεινε, παρέμεινε
ενα κενό ακονισμένο 
από την φυγή σου κουρδισμένο:
"Μη σταματάς... Μη σταματάς!"

Τώρα γυρνώ στο άδειο σπίτι
μ' ένα κρασί κι ένα ξυράφι
και με φαντάσματα μιλώ 
για σένα. Για σένα... 


Μα δεν μ' ακούν κι αυτά κι εσύ.
Και το σκοτάδι ψιθυρίζει
σαν το ξυράφι αντικρύζει: 
"Κόψε βαθιά! Κοψ' τον βαθιά!"


Χάθηκες, χάθηκες...
Πήγαν αλλού τα βήματά σου,
μακριά απ'τις μέρες που θα 'ρχοτανε.
Χάθηκες, Θεέ μου,  χάθηκες!