ΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, ήταν η εποχή που μερικοί από την προηγούμενη των γονιών μου γενιά έφευγαν λόγω ηλικίας από το χωριό, για να πάνε να μείνουν με τα παιδιά τους στη Καλαμάτα ή στην Αθήνα. Μαζί με τα σπίτια τους αφήνανε και τις γάτες τους. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η πρώτη γάτα της ζωής μου - με τη έννοια, κυρίως, ότι ήταν η "γάτα μας", διότι εγώ εκείνη την εποχή (‘77 ήταν; ) ζήλευα θανάσιμα, υποθέτω, ότι τραβούσε την προσοχή των άλλων από μένα. Δεν ξέρω αν είχε όνομα, εγώ πάντως την θυμάμαι ως "η Γάτα της Γιαννούλας". Ήταν δε η Γιαννούλα μια γειτόνισσα που, χωρίς να την έχω γνωρίσει, είχα χαρεί ιδιαιτέρως που έφυγε, γιατί από ότι είχα ακούσει ήταν γιαγιά - Γότθος. Καμία σχέση δηλαδή, με ότι σας φέρνει στο νου η λέξη «γιαγιά». Η γάτα της, πάντως, ευτυχώς ήταν καλύτερη περίπτωση. Ήταν ασπρόμαυρη, άσπρη δηλαδή με μαύρα μπαλώματα, και πρέπει να πέθανε δεν ξέρω από τι κάπου μέσα στο 1978, γιατί δεν την θυμάμαι πολύ καλά. Πάντως αυτή την γάτα αφορά η πρώτη μου σίγουρη ανάμνηση γάτας. Η Ολυμπία, η αδερφή μου, προσπαθούσε να την πιάσει και να την χαϊδέψει.( Ίσως να είχε μείνει για κάποιο καιρό και ένα όμοιο μ’ αυτή γατάκι της. Δεν θυμάμαι… Ίσως να τα μπερδεύω με την επόμενη γάτα. )
Μια ανάλογη περίπτωση, που όμως δεν τελεσφόρησε, ήταν η γάτα του μπάρμπα-Λία, του Θιοχαρέα. Μια κοκκινόμαυρη γάτα η οποία όμως πολύ σύντομα αποδήμησε εις κύριο αφήνοντας ένα ολοκόκκινο γατί που κι αυτό δεν είχε καλύτερη τύχη. Γρήγορα πέθανε μέσα στην αποθήκη μας, μουμιοποιήθηκε και λίγο καιρό μετά βρήκαμε το δέρμα του κούφιο.
Έτσι, λοιπόν, ήταν ή Γάτα της Γιαννούλας η δημιουργός της πρώτης δυναστείας γάτων της ζωής μου (το "μου" αναμνησιακά γιατί όπως προείπα έβλεπα τα γατιά ανταγωνιστικά και μάλιστα ήταν ένας σκύλος ,η Αμαζόνα, που με έκανε να αλλάξω θέση απέναντι στα ζώα γενικά). Πρώτα γέννησε το Μαύρο, ένα μεγάλο μαύρο, βέβαια, γάτο. Μόνο η μάνα μου τον έπιανε όποτε ήθελε και τα αδέρφια μου συχνά-πυκνά προσπαθούσαν να την πείσουν να τον τσακώσει για να τον χαϊδέψουν. Εγώ συνήθως τον τρόμαζα για να γελάω. Μια φορά μόνο, περνούσα διπλά του και, δεν ξέρω τι με έπιασε, τον πήρα στην αγκαλιά μου και τον χάιδεψα. Το σοκ του γάτου ήταν τέτοιο που ούτε που κουνήθηκε. Έτσι τον πήρα αγκαλιά και τον πήγα στον Πάνο που διάβαζε ξαπλωμένος στο κάτω κρεβάτι, έτσι λέγαμε ένα κρεβάτι που ήταν κοντά στο παράθυρο. Περιττό να πω ότι κουφάθηκε.
Έκτος από όμορφος, ήταν και πανέξυπνος. Ενδεικτικό περιστατικό η υφαρπαγή των τσιχλών του Πάνου. Καθότανε ο καημένος ο Πάνος διπλά στο τζάκι και καθάριζε την λεία μιας κουραστικής νύχτας κυνηγιού με αγκίστρια. Ο γάτος κοιμότανε, ωραία – ωραία, ήσυχος δίπλα. Κάποια στιγμή κοιτάει και βλέπει μια τσίχλα λιγότερη. Ο γάτος δίπλα αδιάφορος. Αυτό έγινε μια δυο φορές ακόμα . Στο τέλος κοίταξε κάτω από ένα κρεβάτι που ήταν δίπλα και τον είδε να τρώει την τελευταία που είχε αρπάξει. Θυμάμαι να τον κυνηγάει στα χωράφια, μπρος ο Μαύρος με την τσίχλα ακόμα στο στόμα και πίσω ο Πάνος βρίζοντας. Κάτω από το κρεβάτι βρήκαν τα κεφάλια από τρεις - τέσσερις ακόμα τσίχλες. Κάποια στιγμή (Το ’81; ο ’82) ο γάτος χάθηκε. Μήνες μετά τον βρήκε η Ολυμπία ψόφιο, στο Λαγκαδάκι απέναντι από το αγριοκυπάρισσο. Είχε λιώσει και φαινότανε τα κόκαλα του και το μαύρο τρίχωμα του. Ήταν ή πρώτη φόρα που είδα να κλαίνε για γάτο.
Ο μικρός αδερφός του Μαύρου ήταν ο Σουλεϊμάν , Μεγαλοπρεπής όνομα και πράμα. Ήταν ένας μεγάλος, ογκώδης γάτος και, όταν τον άγγιζες, αισθανόσουνα τους μύες του να πάλλονται κάτω από το δέρμα του. Ένας γάτος - μυϊκή μηχανή. Ωστόσο ήταν πολύ καλόκαρδος γάτος… Απ’ όσο λένε οι άλλοι βέβαια , γιατί εγώ τότε… τα είπαμε. Ήταν το κύριο θύμα των επιθέσεων μου και έτσι δεν με πλησίαζε πολύ. Όταν λόγω Λάκη (επόμενος αγαπημένος γάτος) αναθεώρησα τη σκέψη μου για τις γάτες, κατάφερα μόνο αντί να το βάζει στα πόδια, όταν με έβλεπε, να κάθεται σε μια απόσταση ασφάλειας και να με κοιτάζει εξεταστικά. Τις λίγες φορές που τον πιάνανε οι υπόλοιποι- μόνο η μάνα μου μπορούσε να τον πιάσει ανά πάσα στιγμή, πλην όμως δεν εξασκούσε την ικανότητα της- τρελαινόταν από τα χάδια, αλλά δεν μπορούσε να αφεθεί, η άγρια πλευρά ήταν σε επιφυλακή. Γουργούριζε , οι μυς του πάλλονταν από ευχαρίστηση, έφευγε και μετά ξαναρχόταν και μετά το ίδιο πάλι. Όσο ζούσε πάντως κι ο Μαύρος, συνήθιζαν να κοιμούνται μαζί στο παχνί κουλουριασμένοι. Εκεί ήταν ο πιο εύκολος τρόπος να τους πιάσεις και τους δύο.
Ο Σουλεϊμάν χάθηκε κάποια στιγμή στο τέλος του 1983, ζώντας παράλληλα με τον Λάκη, τον επόμενο γάτο της σειράς. Πτώμα δεν βρέθηκε, όποιο κλάμα συνέβή έγινε εν απουσία μου. Ήταν «πετρωτός» και γίγαντας. Ήταν ο τελευταίος της δυναστείας του.
Κι εδώ μια διευκρίνηση ακόμα! Στα μέρη μου, όταν λένε ότι ένα γατί είναι πετρωτό, δεν εννοούνε βέβαια ότι είναι φτιαγμένο από πέτρα. Και στη Μάνη η γάτες είναι φτιαγμένες από σάρκα και κόκκαλα όπως όλες οι γατούλες του κόσμου… «Πετρωτά» ονομάζονται τα γατιά με πράσινο στα όρια του χακί και μαύρο τρίχωμα και μαύρες τιγροειδείς ρίγες. Γαϊτανά ονομάζονται τα γατιά ποικίλων χρωματισμών και ριγών. Επειδή στο μέλλον οι όροι θα αναγράφονται χωρίς επεξήγηση, να το θυμάστε…
Προηγούμενο Επόμενο
Όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι τον κόσμο, ήταν η εποχή που μερικοί από την προηγούμενη των γονιών μου γενιά έφευγαν λόγω ηλικίας από το χωριό, για να πάνε να μείνουν με τα παιδιά τους στη Καλαμάτα ή στην Αθήνα. Μαζί με τα σπίτια τους αφήνανε και τις γάτες τους. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η πρώτη γάτα της ζωής μου - με τη έννοια, κυρίως, ότι ήταν η "γάτα μας", διότι εγώ εκείνη την εποχή (‘77 ήταν; ) ζήλευα θανάσιμα, υποθέτω, ότι τραβούσε την προσοχή των άλλων από μένα. Δεν ξέρω αν είχε όνομα, εγώ πάντως την θυμάμαι ως "η Γάτα της Γιαννούλας". Ήταν δε η Γιαννούλα μια γειτόνισσα που, χωρίς να την έχω γνωρίσει, είχα χαρεί ιδιαιτέρως που έφυγε, γιατί από ότι είχα ακούσει ήταν γιαγιά - Γότθος. Καμία σχέση δηλαδή, με ότι σας φέρνει στο νου η λέξη «γιαγιά». Η γάτα της, πάντως, ευτυχώς ήταν καλύτερη περίπτωση. Ήταν ασπρόμαυρη, άσπρη δηλαδή με μαύρα μπαλώματα, και πρέπει να πέθανε δεν ξέρω από τι κάπου μέσα στο 1978, γιατί δεν την θυμάμαι πολύ καλά. Πάντως αυτή την γάτα αφορά η πρώτη μου σίγουρη ανάμνηση γάτας. Η Ολυμπία, η αδερφή μου, προσπαθούσε να την πιάσει και να την χαϊδέψει.( Ίσως να είχε μείνει για κάποιο καιρό και ένα όμοιο μ’ αυτή γατάκι της. Δεν θυμάμαι… Ίσως να τα μπερδεύω με την επόμενη γάτα. )
Μια ανάλογη περίπτωση, που όμως δεν τελεσφόρησε, ήταν η γάτα του μπάρμπα-Λία, του Θιοχαρέα. Μια κοκκινόμαυρη γάτα η οποία όμως πολύ σύντομα αποδήμησε εις κύριο αφήνοντας ένα ολοκόκκινο γατί που κι αυτό δεν είχε καλύτερη τύχη. Γρήγορα πέθανε μέσα στην αποθήκη μας, μουμιοποιήθηκε και λίγο καιρό μετά βρήκαμε το δέρμα του κούφιο.
Δεν είναι ο "Μαύρος". Του μοιάζει. |
Έκτος από όμορφος, ήταν και πανέξυπνος. Ενδεικτικό περιστατικό η υφαρπαγή των τσιχλών του Πάνου. Καθότανε ο καημένος ο Πάνος διπλά στο τζάκι και καθάριζε την λεία μιας κουραστικής νύχτας κυνηγιού με αγκίστρια. Ο γάτος κοιμότανε, ωραία – ωραία, ήσυχος δίπλα. Κάποια στιγμή κοιτάει και βλέπει μια τσίχλα λιγότερη. Ο γάτος δίπλα αδιάφορος. Αυτό έγινε μια δυο φορές ακόμα . Στο τέλος κοίταξε κάτω από ένα κρεβάτι που ήταν δίπλα και τον είδε να τρώει την τελευταία που είχε αρπάξει. Θυμάμαι να τον κυνηγάει στα χωράφια, μπρος ο Μαύρος με την τσίχλα ακόμα στο στόμα και πίσω ο Πάνος βρίζοντας. Κάτω από το κρεβάτι βρήκαν τα κεφάλια από τρεις - τέσσερις ακόμα τσίχλες. Κάποια στιγμή (Το ’81; ο ’82) ο γάτος χάθηκε. Μήνες μετά τον βρήκε η Ολυμπία ψόφιο, στο Λαγκαδάκι απέναντι από το αγριοκυπάρισσο. Είχε λιώσει και φαινότανε τα κόκαλα του και το μαύρο τρίχωμα του. Ήταν ή πρώτη φόρα που είδα να κλαίνε για γάτο.
Ο μικρός αδερφός του Μαύρου ήταν ο Σουλεϊμάν , Μεγαλοπρεπής όνομα και πράμα. Ήταν ένας μεγάλος, ογκώδης γάτος και, όταν τον άγγιζες, αισθανόσουνα τους μύες του να πάλλονται κάτω από το δέρμα του. Ένας γάτος - μυϊκή μηχανή. Ωστόσο ήταν πολύ καλόκαρδος γάτος… Απ’ όσο λένε οι άλλοι βέβαια , γιατί εγώ τότε… τα είπαμε. Ήταν το κύριο θύμα των επιθέσεων μου και έτσι δεν με πλησίαζε πολύ. Όταν λόγω Λάκη (επόμενος αγαπημένος γάτος) αναθεώρησα τη σκέψη μου για τις γάτες, κατάφερα μόνο αντί να το βάζει στα πόδια, όταν με έβλεπε, να κάθεται σε μια απόσταση ασφάλειας και να με κοιτάζει εξεταστικά. Τις λίγες φορές που τον πιάνανε οι υπόλοιποι- μόνο η μάνα μου μπορούσε να τον πιάσει ανά πάσα στιγμή, πλην όμως δεν εξασκούσε την ικανότητα της- τρελαινόταν από τα χάδια, αλλά δεν μπορούσε να αφεθεί, η άγρια πλευρά ήταν σε επιφυλακή. Γουργούριζε , οι μυς του πάλλονταν από ευχαρίστηση, έφευγε και μετά ξαναρχόταν και μετά το ίδιο πάλι. Όσο ζούσε πάντως κι ο Μαύρος, συνήθιζαν να κοιμούνται μαζί στο παχνί κουλουριασμένοι. Εκεί ήταν ο πιο εύκολος τρόπος να τους πιάσεις και τους δύο.
Σουλεμανοειδής γάτος |
Κι εδώ μια διευκρίνηση ακόμα! Στα μέρη μου, όταν λένε ότι ένα γατί είναι πετρωτό, δεν εννοούνε βέβαια ότι είναι φτιαγμένο από πέτρα. Και στη Μάνη η γάτες είναι φτιαγμένες από σάρκα και κόκκαλα όπως όλες οι γατούλες του κόσμου… «Πετρωτά» ονομάζονται τα γατιά με πράσινο στα όρια του χακί και μαύρο τρίχωμα και μαύρες τιγροειδείς ρίγες. Γαϊτανά ονομάζονται τα γατιά ποικίλων χρωματισμών και ριγών. Επειδή στο μέλλον οι όροι θα αναγράφονται χωρίς επεξήγηση, να το θυμάστε…
Προηγούμενο Επόμενο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου