Σελίδες

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Τρεις κωμικές ιστορίες τρόμου: "Το πρώτο μου φάντασμα", "Εκουζουλάθης, σύντεκνε;", "Το σταυροδρόμι"

   Μολονότι κάτι σκάρωνα κατά καιρούς σε στιχάκια, με το πεζό λόγο δεν είχα ποτέ καλές σχέσεις. Μπορεί να είναι απότοκο της έκθεσης ιδεών και της αηδίας των πανελληνίων. Μια φορά μόνο αποπειράθηκα να γράψω ένα σπονδυλωτό πεζό με τον πομπώδη τίτλο "Θραύσματα και αναμνήσεις από μια χαμένη άνοιξη" το οποίο ξεκινούσε υποτίθεται την πρώτη μέρα της άνοιξης σε μια συναυλιά των Ramones  και τελειώνε με μια καταρρακτώδη βροχή την πρώτη μέρα του καλοκαιριού. Δεν το τελείωσα ποτέ, ούτε ξέρω τι απέγινε. Πάντως, πριν κάποια χρονιά με αφορμή μια εργασία που είχα βάλει σε μαθητές μου, να γράψουν μια ιστορία τρόμου, έκατσα κι έγραψα κι εγώ τρεις ιστοριούλες τρόμου. Κοινό στοιχείο τους είναι το υπομονευτικά κωμικό στοιχείο και το γεγονός ότι ...δεν είναι δικές μου. Η υπόθεση δηλαδή. Τις διασκεύασα διανθισμένες με φανταστικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία.
Το πρώτο μου φάντασμα
   Ήμουν, που λέτε, ένα καλοκαίρι στο χωριό μου, πολλά χρόνια πριν,  και ξαφνικά συνέβη κάτι κι έπρεπε να ανέβω κατεπειγόντως στην Αθήνα. Βούτηξα, λοιπόν, το παλιό Σταρλετάκι του αδερφού μου (ο οποίος νόμιζε ότι του το κλέψανε και στο μεταξύ πήρε τηλέφωνο την Αστυνομία) και ξεκίνησα οδηγώντας  λίγο μετά το όρια της νομιμότητας από τη βιασύνη. Οι στροφές στην Τσακώνα και τη Μεγαλόπολη ήταν δοκιμασία για τα νεύρα μου και καθώς μάλλον με σάρκαζε το σύμπαν ένα κομβόι φορτηγών με καθήλωσε σε ρυθμό σημειωτόν. Οπότε η αργοπορία και η αδημονία ήταν αυτές που πατούσαν το γκάζι μετά, που πέρασα την Τρίπολη και βρήκα δρόμο καλό να τρέξω.    
    Σουρούπωνε αλλά  οι  αχτίνες του ήλιου ακόμα ήταν καυτές και καθώς δεν είχε κλιματισμό το αυτοκίνητο είχα ανοίξει τα παράθυρα.  Το Σταρλετάκι είχε φτάσει στα όρια του και μούγκριζε, μα  με έβγαλε ασπροπρόσωπο. Προσηλωμένος στην οδήγηση και με τέρμα τα γκάζια, όταν αισθάνθηκα το άγγιγμα στο σβέρκο, ασυναίσθητα ακόμα σχεδόν, κοίταξα το καθρέφτη. Και πάγωσα... Κάτι ακαθόριστου σχήματος, λευκό, που θρόιζε και παλλόταν ήτανε πίσω από το κεφάλι μου... Κοκκάλωσα το αμάξι, ευτυχώς κανείς δεν ήταν πίσω μου, έκανα στην άκρη και ...κοίταξα πίσω. Τίποτα.Με σάρκασα λίγο που από την βιασύνη μου - είχα το πρόβλημα μου, θυμάστε?- έβλεπα παραισθήσεις και ξαναξεκίνησα.
       Στην αρχή το είχα και λίγο στο νου μου και έριχνα κλεφτές ματιές στον καθρέφτη. Δεν έγινε τίποτα όμως και γρήγορα ξαναπάτησα το γκάζι, να ξανακερδίσω το χαμένο χρόνο... Και ξαφνικά το ξαναείδα να με πλησιάζει με ταχύτητα, το ίδιο λευκό πράγμα , το ακαθόριστο και το ένοιωσα πάλι στο σβέρκο μου και παραλίγο να μου φύγει το αμάξι από το δρόμο, γιατί με έπιασε κρύος ιδρώτας και πάγωσα και τα χέρια μου δεν με υπάκουαν και σαν απομηχανής θεός βρέθηκε κείνο το πάρκινγκ και μπήκα και σταμάτησα και κοίταξα πίσω... Τίποτα πάλι...
     Ομολογώ ότι είχα αρχίσει να τρομάζω. Δεν είναι ότι πιστεύω στα φαντάσματα, αλλά τι άλλο μπορεί να ήταν, κύριε Σκρούτζ, αυτό το λευκό, αέρινο, παλλόμενο, άμορφο  πράγμα, που μπορούσε να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται όποτε ήθελε? Το ότι είχε αρχίσει να νυχτώνει και -το παραδέχομαι- φοβόμουνα λιγάκι μοναχός μου στην ερημιά, και μάλιστα με ένα φάντασμα παρέα, ήταν ο μόνος λόγος που ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο και ξαναξεκίνησα... Η προηγούμενη βιασύνη μου με είχε εγκαταλείψει... Τώρα βιαζόμουνα, για να τελειώσω μια ώρα αρχύτερα αυτό το εφιαλτικό ταξίδι. Πριν γεμίσουν πάλι οι καθρέφτες μου - εννοείται ότι κρυφοκοίταζα- από αυτό. Δεν ήξερα καν πως να το πω...  Και καθώς ανέπτυσσα  πάλι ταχύτητα,  έτυχε και σήκωσα το χέρι μου να ξύσω το αυτί μου  από νευρικότητα την ώρα ακριβώς που το ' δα  στον καθρέφτη να ξανάρχεται και το άγγιξα...
    Το άγγιξα λέω, και το μυστήριο λύθηκε, όχι γιατί τα φαντάσματα είναι άυλα, αλλά γιατί αυτό που άγγιξα ήταν η επένδυση στον ουρανό του αυτοκινήτου που είχε τρυπήσει κάπου και όταν έτρεχα με μεγάλη ταχύτητα ο αέρας από το ανοιχτό παραθυρό έμπαινε μέσα και τη  φούσκωνε... Περιττό να πούμε πως, αφού πρώτα ανακουφίστηκα, διασκέδασα πάρα πολύ με το γεγονός και  μια  πήγαινα αργά, μια  επιτάχυνα και, όταν έβλεπα στο καθρέφτη το "πρώτο μου φάντασμα", του κάνα: Μποοοοοουουουουουουού! Εννοείται έφτασα με μεγάλη καθυστέρηση στην Αθήνα... Αλλά και τι πειράζει; Αποδείχτηκε τελικά ότι δεν είχα καν λόγο να βιάζομαι...
   
(Η ιστορία που σας λέω είναι αληθινή. Εννοείται, βέβαια, ότι δεν συνέβη σε μένα...  Κάποτε, όταν ήμουν στην ηλικία σας,  το Β' πρόγραμμα της Ε.Ρα. είχε μια εκπομπή με τίτλο "Η πρώτη φορά", στην οποία ακροατές αφηγούνταν την πρώτη φορά που τους συνέβη κάτι. Αυτή ήταν η ιστορία ενός ακροατή με τίτλο "Το πρώτο μου φάντασμα". Τη θυμήθηκα όταν ο Μιχάλης Μπαλ. από το Α2 μου ζήτησε να κάνουμε το κείμενο της Ιορδανίδου και το διάβασα. Είπα να την διασκευάσω γι αυτή την ανάρτηση.... Πλάκα δεν θα ' χει να είναι αναγνώστης μου ο πρωταγωνιστής στην ιστορία και να την διαβάσει, τόσα χρόνια μετά? Θεωρείται, επίσης,  αυτονόητο ότι ως οδηγοί σε καμιά περίπτωση δεν ενεργούμε όπως ο ήρωας της  ιστορίας. )
"Εκουζουλάθης, σύντεκνε;"
   Η παρακάτω ιστορία είναι πραγματική. Συνέβη σ' έναν εξ αγχιστείας ξάδερφό μου, όταν ήταν δόκιμος της Σχολής Χωροφυλακής κάπου στην δεκαετία του '50. Ο ξάδερφος, πέρα από ιδιαίτερα προληπτικός, φοβάται  πολύ τους πεθαμένους. Την λαθράκουσα, όταν ήμουν παιδάκι, να την αφηγείται ο ίδιος στον πατέρα μου ...
   " Ήμουνα, που λες μπάρμπα στη σχολή τση Χωροφυλατσής, τσε μ' είχανε βάλει ψηλά σ' ένα βουνό να φυλάω. Μαύρα μεσάνυχτα. Φτου, φτου, φτου! Στις τρεις θα 'παυα γω τσαι θα ρχότανε ο άλλος. Έκατσα, μπάρμπα, και τήραγα απο δω τσ' απο τσεί, στζαζόμουνα τσε λίγο, μη βγει καμιά λάμια τσαι με πάρει... Εν πέρναγε η ώρα. Κράταγα ένα μπεγλεράτσι, το παιζα, φούμαρα λιγάτσι. Τήραξα κι είδα τσι είχε ένα κλησσάτσι τσει δα δίπλα. Λέω του νου μου,
-"Χάε, Β..., ν' ανάψεις ένα τσεράτσι στον άγιο, να μη σε φάνε οι στρίγγλες μοναχό σου παδά!"
   Φτου, φτου, φτου! Πήγα, μπάρμπα, άναψα το τσεράτσι μου και μετά δεν ξέρω ποίος διάλος με καβάλητσε τσαι πήγα στο ιερό. Ηύρα κάτι κουτιά μέσα, άνοιξα ένα, λέω:
- Τίνα να 'ναι παδά μέσα;
    Κάτι στροτζυλά 'τανε με κάτι τρούπες τσε κάτι μακρουλά σα ραβδία. Άναψα το τσακμάκι μου τσι ήτανε κόκκαλα, μπάρμπα... Πεθαμένοι!!!!! Στην κοκκαλίστρα είχα πάει!!!! Βγήκα όξω και πιλάλαγα σαν μουρλός... Φτου, φτου, φτου! Τσ' από την τρομάρα μου τσαι την πιλάλα μο 'πεσε το πηλίτσιο μου. Τσαι που να πάγαινα χωρίς πηλίτσιο στην αναφορά ταχιά το πρωί;
-Δεν πειράζει, θα στείλω τον άλλο που θα με παύσει, λέω
    Στις τρείς ήρθε ο άλλος, φουμάραμε ένα τσιγαράτσι τσαι του λέω:
- Ε, συνάδελφε! Τσαι δεν πας τσειδά ν' ανάψεις ένα τσεράκι  τσαι να μου φέρεις τσαι μένα το καπελάτσι μου που μο 'πεσε;
- Ήντα λες, μπρε σύντεκνε? Εκουζουλάθης; Έει κοκκάλες μέσα!!!
  Τσ' έμεινα τσειδα,  μπάρμπα, μέχρι το πρωί!!! "
Χοχο! 
Το σταυροδρόμι
  Όταν ήμουνα μικρός, ο πατέρας μου με αποκαλούσε "Ηρακλή" καμαρώνοντας, γεμάτος περηφάνια, που ήμουν παιδί άφοβο και τολμηρό για την ηλικία μου. Εγώ χαιρόμουνα, βέβαια, αλλά αισθανόμουνα ότι τον κοροϊδεύω... Διότι η αλήθεια ήταν- και ντρεπόμουνα και να το πω και που δεν το 'λεγα - πως δεν ήμουνα τελείως ατρόμητος. Φοβόμουνα δυο πράγματα. Το σκοτάδι και τα νεκροταφεία με τους πεθαμένους. Και μπορεί με εκλογικεύσεις ή εξαναγκάζοντας τον εαυτό μου να αντιμετωπίσει τους φόβους του δίνοντας μου ο ίδιος θάρρος ή προσπαθώντας να με φέρω στο φιλότιμο με απειλές και νουθετήσεις, να τον υπερνικούσα τον έναν από τους δύο φόβους κάθε φορά, αλλά στον συνδυασμό δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, σήκωνα τα χέρια ψηλά. Στην κυριολεξία! Κι μετά έπιανα το κεφάλι μου, και μ' έπιανε κρύος ιδρώτας και σύγκρυο, κι έμενα ασάλευτος με μάτια κλειστά. Τίποτα δεν μπορούσε να με κάνει να το ξεπεράσω...
  Το χωριό μου αποτελείται από μια σειρά από μικρά χωριουδάκια. Εγώ έμενα σ' ένα από αυτά, το μικρότερο, κι επειδή ήμουν το μόνο παιδί εκεί, έφευγα για να παίξω στο διπλανό χωριουδάκι που ήταν μεγαλύτερο κι είχε κι άλλα παιδιά...
  Το σπίτι μου ήταν στην άκρη του χωριού μου και για να φτάσω εκεί επιστρέφοντας, έφτανα σ' ένα σταυροδρόμι κι είχα δυο δρόμους. Ο ένας ήταν να συνεχίσω τον δρόμο τον αμαξιτό κάνοντας, όμως, έναν μεγάλο κύκλο γύρω απ' όλο το χωριό και να φτάσω στο σπίτι μου. Ο άλλος ήταν το μονοπάτι του νεκροταφείου που έκοβε εγκάρσια το χωριό και με έβγαζε αμέσως στο σπίτι μου. Την ημέρα ο δρόμος αυτός ήταν χαρά θεού, με τον ήλιο να λάμπει, τα πουλάκια να κελαηδούν, τον αέρα να θροΐζει περνώντας μέσα από τα πυκνά δέντρα και το ρυάκι του χωριού να κελαρύζει παραδίπλα. Αλλά την νύχτα, τα κυπαρίσσια μοιάζαν με απειλητικά δάκτυλα άγνωστων και γιγαντιαίων πλασμάτων, το φως του φεγγαριού ή των κολόνων της Δ.Ε.Η. καθώς μπερδεύεται μέσα στα δέντρα και χάνει το δρόμο του τα κάνει να μοιάζουν με απειλητικές σκιές νεκρών που έτοιμα είναι να σε αρπάξουν, ο αέρας συρρίζει περνώντας μέσα από τα κάγκελα του νεκροταφείου κι οι κοασμοί των βατραχιών μεγενθυμένοι από τον φόβο μου ακούγονταν σαν Λάμιες και ξωτικά. Όταν περνούσα από κει με τους γονείς μου, κρατούσα πάντα το μπατζάκι του πατέρα μου ή τη φούστα της μάνας μου κι όταν καμιά φορά ακουγόταν το πένθιμο και μονότονο κρώξιμο καμιάς κουκουβάγιας, προάγγελο θανάτου τις θεωρούσαμε, τα 'σφιγγα μέσα στο χέρι και ζάρωνα πίσω τους όλος αγωνία. Φρόντιζα λοιπόν, όταν ήμουν μονάχος μου, να παίρνω τον δρόμο του νεκροταφείου μόνο την μέρα. Αλλιώς, παρίστανα τον αθλητή τάχα και έκανα τρέχοντας όοοοοοοοοοοοοοοοοοοολο τον μεγάλο δρόμο, πράγμα βολικό κιόλας, γιατί και στο σκοτάδι είπαμε δεν αισθανόμουν άνετα και τέλειωνε μια ώρα αρχύτερα η δοκιμασία...
  Μια μέρα είχα πάει στο διπλανό χωριό να παίξω κι είχα στον νου μου να γυρίσω στο σπίτι να δω την αγαπημένη μου εκπομπή, "Τα στρουμφάκια", τα παιδικά τα βάζανε πιο αργά τότε. Ξεχάστηκα, όμως, στο παιχνίδι κάτω από τον λαμπρό ήλιο και το θυμήθηκα όταν άρχιζε πια να σουρουπώνει. Έφυγα τρεχάτος, γεμάτος αγωνία, γιατί καταλάβαινα πως δεν θα έφθανα στο χωριό πριν νυχτώσει και θα αναγκαζόμουνα για να μη περάσω από το δρόμο του νεκροταφείου να κάνω όοοοοοοοοοοολο το μεγάλο και μακρινό δρόμο κι όταν θα έφθανα στο σπίτι τα "Στρουμφάκια" θα είχαν τελειώσει. Κι ο φόβος μου αυτός- που ο ίδιος βάραινε το βήμα μου- επαληθεύτηκε κι είχα μονάχα την ελπίδα πως - δεν μπορεί!- κάποιον θα συναντήσω να με περάσει...
  Ξεψυχισμένος και ξέπνοος έφτασα στο σταυροδρόμι κι - ω του θαύματος!!!!- είδα μέσα στο μισοσκόταδο έναν τύπο απροσδιόριστης ηλικίας, ντυμένο στα μαύρα. Ήταν ακουμπισμένος στην αυλόπορτα του νεκροταφείου και κοιτούσε τα χέρια του σαν να' στριβε τσιγάρο. Δεν φοβήθηκα! Είμαστε μικρό χωριό. "Επισκέπτης σε κάνα γείτονα θα 'ναι", λέω, "κι ήρθε ν' ανάψει κάνα κερί".
  Χαρούμενος που δεν θα έκανα όοοοοοοοοοοοοοοοολο το μεγάλο δρόμο, πήρα αποφασιστικά τον δρόμο του νεκροταφείου.
-"Καλησπέρα, μπάρμπα", του λέω θαρρετά!
-"Καλησπέρα, παιδάκι μου."
  Ήμουν τόσο γεμάτος ευγνωμοσύνη που δεν θα χρειαζόταν να κάνω όοοοοοοοοοοοοοολο το μεγάλο δρόμο, που αισθάνθηκα την ανάγκη να του ανοίξω την καρδιά μου και να του πω ευχαριστώ!
-" Να ' σαι καλά που είσαι εδώ. Φχαριστώ!! Ξέρεις, μπάρμπα, τα σκιάζομαι τα νεκροταφεία και τους πεθαμένους κι άμα δεν ήσουνα θα πήγαινα από τον άλλο τον δρόμο", λέω.
-"Μην ανησυχείς, παιδάκι μου. Κι εγώ φοβόμουνα όταν ήμουνα ζωντανός, αλλά τώρα είδα ότι δεν υπάρχει λόγος..."
[Η διασκευασμένη αυτή ιστορία είναι αφιερωμένη στη μνήμη του πατέρα μου ο οποίος συνήθιζε να την αφηγείται υπό μορφή αστείας ιστορίας. Ήταν ένα από τα δυο ανέκδοτα που έλεγε. Το  άλλο ήταν με το μοτοσικλετιστή που φόρεσε το μπουφάν ανάποδα, έπαθε ατύχημα και δήλωσε μετά ο αυτόπτης μάρτυρας που πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες  ότι "ζούσε μέχρι που του γύρισα το κεφάλι στη θέση του"...]

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

San Michele (aveva un gallo) - Θανάσης Παπακωνσταντίνου

    Το τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου "San Michele" δεν χρειάστηκε καν να ηχογραφηθεί για να το λατρέψουν οι ... μυημένοι. Ήδη από τις συναυλίες το ξεχωρίσαμε οι ...θανασικοί και το είχαμε αγαπήσει. Η έμπνευση προέρχεται από την ταινία των αδερφών Ταβιάνι "Ο Σαν Μικέλε είχε ένα κόκκορα" (San Michele aveva un gallo, 1972),  η οποία με τη σειρά της διασκευάζει ένα διήγημα του Λέοντα Τολστόι. . Στην Ιταλία της δεκααετίας του 1910, ο  Τζούλιο Μανιέρι, γόνος εύπορης οικογένειας,  είναι αρχηγός μιας ομάδας αναρχικών η οποία παρά την αδυναμία της να πείσει τους χωρικούς να εξεγερθούν ενάντια στους τσιφιλικάδες, πραγματοποιεί  ούτως ή άλλως την εξέγερση την οποία έχει προγραμματίσει. Μετά την καταστολή της συλλαμβάνεται, καταδικάζεται σε θάνατο, εκτελείται εικονικά και μετά φυλακίζεται για μια δεκαετία σε αυστηρή απομόνωση. Χρόνια μετά, ενώ μεταφέρεται σε άλλη φυλακή, συαντιέται με  άλλους φυλακισμένους, κομμουνιστές, οι οποίοι
του αποκαλύπτουν ότι θεωρείται ξεπερασμένος, κι ο ίδιος και αυτό που πρεσβεύει, καθώς ο κομμουνισμός πλέον είναι εκείνος που θα οδηγήσει τους ανθρώπους στην ελευθερία.
  Οι αδερφοί Ταβιάνι υπήρξαν μέλη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και κατά την εποχή κατά την οποία γύρισαν την ταινία,   το ΙΚΚ αποτελούσε την ατμομηχανη του  "ευρωκομμουνισμού" (ένας κομμουνισμός με ανθρώπινο πρόσωπο, απαλλαγμένος από τις απολυταρχικές  στρεβλώσεις που επέφερε ο σταλινισμός), δηλαδή πριν εκπέσει  στη γελοιότητα της σημερινής "Ελιάς (και της ιταλικής εκδοχής της που με τις παραλείψεις της οδήγησε στον μπερλουσκονισμό  και της ντόπιας εκδοχής,  δηλαδή το  τραβεστί  ΠΑΣΟΚ των τελευταιών 35 χρόνων), έναν  δρόμο που ελπίζεται, μάλλον ματαίως, να μην ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα κι έτσι πάντως,προφανώς η ταινία απηχεί την άποψη του "επιστημονικού μαρξισμού"  (των κομμουνιστών δηλαδή) σχετικά με την επανάσταση, σύμφωνα με την οποία οι αναρχικές θεωρίες είναι ουτοπικές, ανέφικτες και ανεφάρμοστες. Από την άλλη βέβαια, διαγράφονται γλαφυρά τα αποτελέσματα της αρχικής εκείνης ρήξης μεταξύ του Προυντόν και του Μαρξ, η οποία έχει κάνει την ενότητα της αριστεράς όνειρο θερινής νυχτός, με αποτέλεσμα αναρχικοί και κομμουνιστές να απεχθάνονται βαθύτατα οι μεν τους δε και κάτι γελοιοδέστατα υποκείμενα που μιλάνε με τον Θεό να ετοιμάζονται να πουλήσουν, τούτη τη φορά, τις παραλίες σας , ενώ εσείς κοιμάστε... Διότι όπως γλαφυρά και εύστοχα σχολίαζε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '70 ο Τζίμης Πανούσης: "Στην στεριά δεν ζει το ψάρι ούτε ο Κνίτης με φρικιά"...
  Για να επανέλθω, εν πάση περιπτώσει,  στη ταινία, οι αδερφοί Ταβιάνι, μολονότι τελικά δεν διακαιώνουν πολιτικά  τον ήρωα τους (είπαμε γιατί),  φαίνεται ότι δεν μπορούν να αντισταθούν στη συμπάθεια που τους προκαλεί το ανιδιοτελές, αν και (ή επειδή ακριβώς) δονκιχωτικό, του χαρακτήρα του και τον δικαιώνουν ηθικά. Κι αυτή η συμπάθεια διακρίνεται εύγλωττα στην ταινία. 
  Ο Θανάσης δεν ξέρω τι στάση κρατάει, αν εστερνίζεται τις ιδέες των αδερφών Ταβιάνι ή εκείνες του ήρωα του ή κάτι διαφορετικό,  περισσότερο αρμόδιος να απαντήσει είναι εκείνος... Σε κάθε περίπτωση όμως τον δικαιώνει και του δίνει μάλιστα το λόγο, ώστε σε πρώτο πρόσωπο να εκφράσει αυτά που ποτέ δεν φαίνεται να λέει αλλά όλοι νοιώθουμε...
   Για αυτό κι εγώ ήθελα να ασχοληθώ μαζί του. Τον ένιωσα ως μια αγνή και αμιγή περίπτωση καβαφικού θερμοπυλομάχου, έναν από τους 700 Θεσπιείς (ή κι εδώ), εναν Θερσίτη, έναν Κεμάλ -Γκάτσειο (sic) ή Ρασούλειο (ξανά sic). Δηλαδή πρότυπα ανιδιοτέλειας και ανθρωπισμού, διατεθειμένου να παλέψει για τις ευγενικές ιδέες των οποίων είναι φορέας, χωρίς να περιμένουν κανένα αντίτιμο για αυτές, ούτε καν την δόξα,  κι όντας προετοιμασμένα να υποστούν το όποιο κόστος μόνο και μόνο για λόγους αρχής, έστω κι αν γνωρίζουν ή οσμίζονται την αποτυχία τους. Σαν αυτό που  είχαν πει κι ένας  Ισπανός μαχητής του "Δημοκρατικού Στρατού" υποχωρώντας μετά την ήττα : "Μπορεί να χάσαμε τις μάχες, αλλά έχουμε τα καλύτερα τραγούδια".
    Εδώ και τέσσερα χρόνια, από τότε που κυκλοφόρησε,  ήθελα να φτιάξω ένα βίντεο στο τραγούδι χρησιμοποιώντας αποσπάσματα από την ταινία. Μόνο που όσο καιρό εγώ το σκεφτόμουν, ένας άλλος το έκανε... Οπότε έπρεπε να βρω κάτι άλλο για να έχει λόγο ύπαρξης το βίντεο. Αποφάσισα λοιπόν να τολμήσω, για δεύτερη φορά μόλις φορά, μια μετάφραση  με  "απελέκητα", που λέει κι Μακρυγιάννης, αγγλικά που έμαθα  το παλαί ποτέ στο Γυμνάσιο/Λύκειο Καρδαμύλης και όσα μετά έπιασα από δώ κι από κει ακούγοντας πολύ  μουσική και βλέποντας χιλιάδες ταινίες. Στη μετάφραση με βοήθησε τα μάλα η gia.des την οποία ευχαριστώ πολύ.  Ευχαριστώ, επίσης, την Μένια Ζούκα, την καθηγήτρια Αγγλικών του Γυμνασίου Μεθάνων, για τις μεταφραστικές κατευθύνσεις που μου έδωσε και την Μαρία Καραπατάκη, την καθηγήτρια Αγγλικών του Μουσικού Σχολείου Ρόδου, που επιμελήθηκε φιλολογικά και διόρθωσε τη μετάφραση. 

San Michele 
You don’t know who I am for I have been away for long
My tears dοn't mean anything to you
So recite to me what happened here
to hopefully gather once again the threads
Tell me those stories of yours
that make the reeds bend
at the edge of the fields and that, amid lull,
cool the farmers’ foreheads.
Tell me those stories of yours.

Show me pictures of these who were born on Sunday
and of those who have fallen out of the boat
just before it reaches the shore
because they don’t’ like their life anymore.

Tell me the songs you sing at dawn
when the lights in the square  go out
as well as in the afternoons after the praying
and before hanging around starts.
Tell me the songs you sing at dawn

Τell me if people keep on sitting on their heels
while looking at the fire
and if the most beautiful  women in the village
secretly breed eels under  their tongues .

Tell me if  the wolf of death still comes 
to the margins of the village in winters
and, while waving its tail, the milk coagulated
 inside the frightened breasts of the new mothers.
Tell me if he wolf  still comes to the margins of the village

Tell me if the bathtub - in which once
 I used to bathe by sun and by snow- was found
or the lock of hair that was kept from my first haircut by my mother
who still puts out the washing to dry.


Bakunin’s spittoon, the cast one,
comrades, has it been  found too?
so that I can spit inside with rage
for the new era makes me look like a cretin
You don’t know who I am for I have been away for long
Τους ελληνικούς  στίχους μπορείτε να τους δείτε εδώ


Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2014

Ένα τραγούδι των Sister Double Hapines που με ταλαιπώρησε

   Όταν ήμουν φοιτητής συνήθιζα να ηχογραφώ με ένα παλιοκασετόφωνο που είχα τραγούδια που μου άρεσαν και δεν ήξερα τον τίτλο, ώστε να τα θυμάμαι και να βρω κάποια στιγμή ποιος το λέει και πώς το λένε κάθε τραγοούδι. Γιατί είμαι ψιλοεμμονοληπτικός με αυτό το θέμα.

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Τα κύματα του Κηφισού / Από "Χειρόγραφα του Φθινοπώρου"

Ο  πολύ-το-παλεύω-να-γίνω-καλλιτέχνης-αλλά-είμαι-ατάλαντος ήρωας που υποδύεται ο Τζον Κιούζακ αφηγείται σε μια από τις πιο αγαπημένες που σκηνές της ταινίας του Γουντι Άλλεν  "Σφαίρες πάνω απ' το Μπροντγουέι" πώς/πως ένα ταλαντούχος φίλος του τον έκανε κάποτε να ανατριχιάσει με τον τρόπο
που έπαιζε μια και μοναδική νότα στο ακορντεόν... Αλήθεια είναι, το έχω δει... Βρέθηκε κάποτε ένα ακορντεόν στα χέρια μου, το σκάλισα λίγο, εξ αρχής έγινε φανερό ότι δεν θα μακροημέρευε η σχέση μας και έμεινε εκεί μέχρι που μια μέρα  πέρασαν από το σπίτι ο Ηλίας και ο Νάσος. Ο Νάσος το πήρε στα χέρια του κι άρχισε να το ψάχνει... Κάθως σιγά - σιγά εξοικειωνόταν μαζί του, άρχισαν αυτά που έπαιζε να έχουν κάποια δομή. και εγώ λάθρα πάτησα το κουμπί του κασσετοφώνου. Κάποια στιγμή τον συνόδευσε ο Ηλίας στην κιθάρα κι εγώ (κακώς κατά την γνώμη μου) κοπανώντας ένα τουμπελέκι... Μου άρεσε πολύ αυτό το κομμάτι και χαριτολογώντας το ονόμασα  "Σούίτα  για κιθάρα, ακκορντεόν και τουμπελέκι "ή "Τα κύματα του Κηφισού"...

Αργότερα την ίδια μέρα, βρήκα πρόχειρο ένα αντίτυπο της ποιητικής συλλογής του Τάσου Λειβαδίτη και υπό  την υπόκρουση του παραπάνω θέματος άρχισα να απαγγέλλω σκόρπιους στίχους απο δώ κι απο κεί φυλλολογώντας τη συλλογή, ενώ ο Νάσος μου έκανε ηχητικά εφέ. με τη φωνή του... Δοθέντος ότι δεν υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο κι έλεγα ότι έβρισκα, στην κυριολεξία, κάποια στιγμή που αντιλήφθηκα ότι τελείωνε το κομμάτι, αγχώθηκα να βρω κάτι που να ταίριαζε για κλείσιμο και τυχαία βρήκα... Γεγονός που εντυπωσίασε τον Νάσο ο οποίος το σχολίασε με την μνημειώδη φράση:
 "Ωραίο τέλος, μαλάκα!"

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Το γράμμα


 Ένα τραγούδι, σήμερα, που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως ιστορική πηγή με κάποιο τρόπο, καθώς όταν λέει πως μιλάει μόνο με τηλεκάρτες το εννοεί. Δεν υπήρχαν κινητά. 
 Τα μουσικά γράμματα  είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα. Από τα pop των Boxtops μέχρι τα hardcorοτρυφερά των Panx Romana κι από τα τρυφερουπαρκιακά του Σωκράτη Μάλαμα μέχρι τα γλυκερά της Δήμητρας Γαλάνη.  Λογικό δεν είναι να γράψει ένα τέτοιο τραγούδι ένας φαντάρος και μάλιστα στη σκοπιά;
Ακούστε αυτό πρώτα να μπείτε σε κλίμα... 
Το τραγούδι το χτενισα αργότερα και το ηχογράφησα,  κι ο Στέλιος έκατσε κι έκανε ένα σκιτσάκι, βασισμένος στις αφηγήσεις μου, το τραγούδι και ίσως και μια φωτογραφία- την οποία πάντως δεν θα δείτε γιατί δεν ξέρω που είναι ...  …

Το γράμμα
Κι αν σου μιλώ μόνο με τηλεκάρτες
την μυρωδιά σου κι αν μαντέυω στο χαρτί
δεν τελειώνουν οι μεγάλες οι αγάπες
στο πα μια τέτοια αγάπη είμαστε κι εμείς.

Κράτάω στην αγκαλιά μου την κιθάρα
ας πόσο θα' θελα μέσα να σουν εσύ
μα αντί για σένα όλη μου η λαχτάρα
κάνει και πάλλεται κάθε χορδή.

Τα "σ' αγαπάω" μου στα γράμματα που γράφω
Τα γράφω μ' ανεξίτηλο στυλό.
Κι όταν θα βγάλω τη στολη για σε θα υπάρχω
Κι όμοια ανεξίτηλα θα σ' αγαπώ.

Για αυτό, κουκλίτσα μου, μην μου λυπάσαι.
Εμείς και χώρια, πάλι είμαστε μαζί.
Τα τελευταία ήσυχά βράδια σου κοιμάσαι.
Θα σε ταλαιπωρώ μωρό μου μια ζωή.
"Ο Κακός Λύκος στο στρατό"- By S-Perfect, 1999 (ή 2000, ή 2001, ή 2002)